σφυγμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui bat comme le pouls.<br />'''Étymologie:''' [[σφυγμός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui bat comme le pouls.<br />'''Étymologie:''' [[σφυγμός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[σφυγμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σφυγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφυγμώδες [[κενοτόπιο]]»<br /><b>βιολ.</b> ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό [[οργανίδιο]], με τη [[μορφή]] παλλόμενης κύστης, [[συνήθως]] σφαιρικής, που απαντά στα [[πρωτόζωα]] του γλυκού νερού και σε κατώτερα [[μετάζωα]], όπως [[είναι]] οι σπόγγοι και τα [[υδρόζωα]], και το οποίο συγκεντρώνει την [[περίσσεια]] νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά το αδειάζει στο [[περιβάλλον]], αλλ. συσταλτό [[κενοτόπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με σφυγμό, [[παλμώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σφυγμωδῶς</i> Α<br />όπως ο [[σφυγμός]], με παλμικές κινήσεις.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφυγμώδης Medium diacritics: σφυγμώδης Low diacritics: σφυγμώδης Capitals: ΣΦΥΓΜΩΔΗΣ
Transliteration A: sphygmṓdēs Transliteration B: sphygmōdēs Transliteration C: sfygmodis Beta Code: sfugmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like the pulse, Arist.Spir.483a11, v.l. in Hp.Art.40. Adv. -δῶς Anon.Lond.29.6, Gal.10.334.

German (Pape)

[Seite 1052] ες, mit heftigen Pulsschlägen, mit Wallungen im Blute verbunden, oder sie hervorbringend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφυγμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σφυγμόν, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 4, 8, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui bat comme le pouls.
Étymologie: σφυγμός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / σφυγμώδης, -ῶδες, ΝΑ σφυγμός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς
2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο»
βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα του γλυκού νερού και σε κατώτερα μετάζωα, όπως είναι οι σπόγγοι και τα υδρόζωα, και το οποίο συγκεντρώνει την περίσσεια νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά το αδειάζει στο περιβάλλον, αλλ. συσταλτό κενοτόπιο
αρχ.
όμοιος με σφυγμό, παλμώδης.
επίρρ...
σφυγμωδῶς Α
όπως ο σφυγμός, με παλμικές κινήσεις.