ὑπατεύω: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être consul.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]]. | |btext=être consul.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπατεύω]] ΝΜΑ [[ὕπατος]] (II)]<br />[[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του υπάτου, [[ασκώ]] την υπατική [[εξουσία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[υπατεία]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] ή [[κρεμώ]] [[ψηλά]] [[κεφάλι]] αποκομμένο από [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) <i>ὁ ὑπατευκώς</i><br />αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο [[υπατικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be consul, Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.Publ.3, etc.; ὁ ὑπατευκώς, Lat. consularis, Posidon.36J. 2 to be consular governor, τῆς ἐπαρχείας Ath.Mitt.48.102, IGRom.1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1184] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰτεύω: (ὕπατος) εἶμαι ὕπατος, Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) ῥίπτω ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ πλῆθος, Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ κρεμῶ ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).
French (Bailly abrégé)
être consul.
Étymologie: ὕπατος.
Greek Monolingual
ὑπατεύω ΝΜΑ ὕπατος (II)]
κατέχω το αξίωμα του υπάτου, ασκώ την υπατική εξουσία
μσν.-αρχ.
1. ρίχνω υπατεία
2. σηκώνω ή κρεμώ ψηλά κεφάλι αποκομμένο από σώμα
αρχ.
(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) ὁ ὑπατευκώς
αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο υπατικός.