πηγός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />compact, épais, <i>d’où</i><br /><b>1</b> solide, fort, vigoureux (cheval);<br /><b>2</b> gros, énorme (vague).<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
|btext=ή, όν :<br />compact, épais, <i>d’où</i><br /><b>1</b> solide, fort, vigoureux (cheval);<br /><b>2</b> gros, énorme (vague).<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πήγνῦμι]]): [[stout]], [[thick]], [[tough]], Il. 9.124 ; [[κῦμα]], [[big]] [[wave]], Od. 5.388.
}}
}}

Revision as of 15:33, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγός Medium diacritics: πηγός Low diacritics: πηγός Capitals: ΠΗΓΟΣ
Transliteration A: pēgós Transliteration B: pēgos Transliteration C: pigos Beta Code: phgo/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. πᾱγός, (

   A πήγνυμι 11) well put together, solid, strong, ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους Il.9.124, cf. Alcm.23.48 ; κύματι πηγῷ Od. 5.388, 23.235, AP9.143 (Antip.).    2 Subst. πηγός (sc. ἅλς), ὁ, salt (cf. πηκτός 111), mock-Epic use in Strato Com.1.36.    II white, πλόκος Lyc.336; ὀστέα Sammelb.4314.5 (Alexandria, iii B. C.); κύνας ἥμισυ πηγούς Call.Dian.90.    2 Hsch. has πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν; and Eust.403.43 explains κῦμα π. as κ. μέλαν, cf. 740.50, 1539.42.

German (Pape)

[Seite 609] fest, seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst τρόφι u. τροφόεν κῦμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in πηγεσίμαλλος, einige alte Ausleger πηγός durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, πάγος, weiß sei, daher er 336 πλόκαμος πηγός für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. πήγνυμι), der Andere erwidert πηγός; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πηγός: -ή, -όν, (πήγνυμι ΙΙ) εὐπαγής, ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. κῦμα τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν»: καὶ οὕτως ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ ἔννοια τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: πλόκος πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
compact, épais, d’où
1 solide, fort, vigoureux (cheval);
2 gros, énorme (vague).
Étymologie: πήγνυμι.

English (Autenrieth)

(πήγνῦμι): stout, thick, tough, Il. 9.124 ; κῦμα, big wave, Od. 5.388.