πλώϊμος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC <i>ou</i> ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;<br /><b>2</b> propre à la construction des navires.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC <i>ou</i> ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;<br /><b>2</b> propre à la construction des navires.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλώϊμος:''' ή [[πλόϊμος]], -ον ([[πλώω]]), [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[κατάλληλος]] για τη [[θάλασσα]], αξιόπλοος.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[ναυτιλία]], <i>πλωϊμοτέρων γενομένων</i> ή <i>ὄντων</i>, [[καθώς]] η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, [[καθώς]] οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 639] auch πλόϊμος, 2 Endgn, tauglich zur Schifffahrt; vom Schiffe, tauglich zur Fahrt, die Fahrt aushaltend, τριήρεις πλώϊμοι, Thuc. 2, 13; ζεύξαντες τὰς παλαιάς, ὥςτε πλωΐμους εἶναι, 1, 29; τριήρεις πλοΐμους καὶ ἐντελεῖς, Aesch. 2, 175; Dem. 56, 23 (Bekker πλόϊμος), wie ih. 40, ἐπεσκευάσθη καὶ πλόϊμος ἐγένετο; – vom Meere, καταστάντος τοῦ Μίνω ναυτικοῦ πλωϊμώτερα ἐγίγνετο, Thuc. 1, 8; ποταμός, Plut. Sull. 20; βάθος, Pomp. 78; u. vom Winde, der Schifffahrt günstig, πλωΐμων γενομένων, D. Hal. 2, 64, als die Schifffahrt wieder durch gute Winde eröffnet wurde. u. allgemeiner, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων, Thuc. 1, 7, als die Umstände für die Schifffahrt günstiger geworden, in beiden Stellen als neutr. zu fassen; vgl. τὰ πλώϊμα τῆς ὥρας μηδέπω ἐστίν, Heliod. 5, 21. – Vom Holze Plut. Symp. 5, 3, 1, τῶν ξύλων παρέχει τὰ πλοϊμώτατα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC ou ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;
2 propre à la construction des navires.
Étymologie: πλώω.
Greek Monotonic
πλώϊμος: ή πλόϊμος, -ον (πλώω), κατάλληλος προς πλεύση·
1. λέγεται για πλοίο, κατάλληλος για τη θάλασσα, αξιόπλοος.
2. λέγεται για τη ναυτιλία, πλωϊμοτέρων γενομένων ή ὄντων, καθώς η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, καθώς οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ.