πολυπραγμονέω: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l’empressé, être intrigant;<br /><b>2</b> se mêler de réformes <i>ou</i> d’innovations politiques;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> s’occuper de qch avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[πολυπράγμων]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l’empressé, être intrigant;<br /><b>2</b> se mêler de réformes <i>ou</i> d’innovations politiques;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> s’occuper de qch avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[πολυπράγμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυπραγμονέω:''' Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ασχολούμαι]] με [[πολλά]] πράγματα, με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[ανακατωσούρης]], [[φιλοπερίεργος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το [[νεωτερίζω]]· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, [[δολοπλοκώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιεργάζομαι]] [[κάτι]], σε Μένανδρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπραγμονέω Medium diacritics: πολυπραγμονέω Low diacritics: πολυπραγμονέω Capitals: ΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΝΕΩ
Transliteration A: polypragmonéō Transliteration B: polypragmoneō Transliteration C: polypragmoneo Beta Code: polupragmone/w

English (LSJ)

Ion. πολυπρηγμ-, pf.

   A πεπολυπραγμόνηκα Phld.Sign.33:—to be busy about many things, μὴ πολυπραγμόνει take no trouble about it, Pherecr. 154; π. τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας Pl.Lg.821a; περί τι ib.952d; περί τινα Phld.Ind.Sto.22; ὑπὲρ σοῦ Pl.Tht.184e.    2 mostly in bad sense, to be a meddlesome, inquisitive busybody, Ar.Pl.913, etc.; τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ π. Pl.R.433a: c.acc., τὰ ὀθνεῖα Democr.80; interfere, εἰς τι IG5(1).1208.24 (Gythium).    b esp. meddle in state affairs, intrigue, Hdt.3.15, X.An.5.1.15.    3 c. acc., to be curious after, inquire closely into, ἀλλότρια κακά Men.Mon.583, cf. Plb.3.38.2; οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Id.9.15.7; τὰ μετέωρα π. Diog.Oen.3, etc.:—Pass., Plb.12.27.4.

German (Pape)

[Seite 669] ion. -πρηγμονέω, ein πολυπράγμων sein, vielerlei Sachen treiben, viel Händel neben einander haben, vielerlei unternehmen, sehr geschäftig sein; gew. im tadelnden Sinne, sich in vielerlei Angelegenheiten mengen, die Einen Nichts angehen, sich mit anderer Leute Angelegenheiten zu schaffen machen; Ar. Plut. 913; τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν, Plat. Rep. IV, 433 ad, wie Gorg. 526 c; περί τι, Legg. XII, 952 d; daher vorwitzig sein, Parm. 137 b Theaet. 184 e; οὔτε πολυπραγμονεῖν δεῖ τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας, Legg. VII, 821 a; Folgde. – Bes. Neuerungen im Staate vorhaben, mit staatsgefährlichen Unternehmungen umgehen, Her. 3, 15, wie πολλὰ πρήσσω, 5, 33; vgl. πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου, Xen. An. 5, 1, 15, wie Arr. An. 2, 13, 3; Pol. 2, 45, 6; μηδὲν πολυπραγμονεῖν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, 18, 34, 2; übh. ausforschen, ausspüren, τὰ κατὰ τὸν Ἀντίοχον, 3, 58, 5, ausspioniren, τὰ περὶ τοὺς ὑπεναντίους, 3, 80, 2, u. öfter; – seltener im guten Sinne, wißbegierig sein, genau wonach forschen, τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν, οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες, 9, 15, 7 u. öfter; Luc. de merc. cond. 12; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπραγμονέω: Ἰων. πολυπρηγμ-, ἀσχολοῦμαι εἰς πολλὰ πράγματα, ἢ ἐξετάζω τι κατὰ βάθος, κοινῶς «πολυεξετάζω», μὴ πολυπραγμόνει, μὴ φρόντιζε πολὺ περὶ αὐτοῦ, Φερεκράτ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· οὔτε ζητεῖν δεῖν οὔτε πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες Πλάτ. Νόμ. 821Α· περί τι αὐτόθι 952D· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Ε. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι πολυπράγμων, θέλω νὰ μανθάνω τί κάμνει ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ, ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις, (πρβλ. πολυπράγμων), Ἀριστοφ. Πλ. 913, κλπ.· τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπρ. Πλάτ. Πολ. 433Α· ― μάλιστα ὡς τὸ νεωτερίζω, ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ῥᾳδιουργῶ κατὰ τῶν καθεστώτων, Λατ. novas res moliri, Ἡρόδ. 3. 15 (ὡς τὸ πολλὰ πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 33), Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15. 3) παρὰ μεταγεν., μετ’ αἰτ, περιεργάζομαί τι, ἐρευνῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀλλότρια κακὰ Μενάνδρ. Μονόστ. 583, πρβλ. Πολύβ. 3. 38, κτλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. 12. 27, 4· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. πολυπραγμονητέον, ὁ αὐτ. 9. 19, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l’empressé, être intrigant;
2 se mêler de réformes ou d’innovations politiques;
3 en b. part s’occuper de qch avec soin.
Étymologie: πολυπράγμων.

Greek Monotonic

πολυπραγμονέω: Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. -ήσω,
1. ασχολούμαι με πολλά πράγματα, με αρνητική σημασία, είμαι ανακατωσούρης, φιλοπερίεργος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το νεωτερίζω· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, δολοπλοκώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. με αιτ., περιεργάζομαι κάτι, σε Μένανδρ.