προεκκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=emporter, <i>particul.</i> porter en terre auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκκομίζω]].
|btext=emporter, <i>particul.</i> porter en terre auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκκομίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προεκκομίζομαι</i><br />[[κινώ]], [[μετακινώ]] [[κάτι]] αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὸ δὲ [[ἄγαλμα]]... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς [[ἄλλο]] [[οἴκημα]] [[ἱρόν]]» <b>Ηρόδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[μετακινώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκομίζω Medium diacritics: προεκκομίζω Low diacritics: προεκκομίζω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proekkomízō Transliteration B: proekkomizō Transliteration C: proekkomizo Beta Code: proekkomi/zw

English (LSJ)

   A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης -κομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37.    2 Med., remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.

German (Pape)

[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.

French (Bailly abrégé)

emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].