σίλφη: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />blatte, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |btext=ης (ἡ) :<br />blatte, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / ΝΑ και [[τίλφη]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές [[σώμα]], της οικογένειας σιλφίδες (α. «[[οἷον]] [[σίλφη]] καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν [[γενέσθαι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σκουλήκι]], ο [[σκόρος]] τών βιβλίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] βάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Για την [[εναλλαγή]] <i>σ</i> και <i>τ</i> στους τ. [[σίλφη]] / [[τίλφη]], που [[κατά]] μία [[άποψη]] οφείλεται σε αττικισμό, <b>πρβλ.</b> <i>σαργάνι</i>: <i>ταργάνι</i>, [[σεῦτλον]]: [[τεῦτλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cockroach, Blatta germanica, Arist.HA601a3, Gal.12.366,641, Ael.NA1.37, Luc.Gall.31; also, book-worm, Id.Ind.17 (in form τίλφη), AP9.251 (Even.). II a kind of boat, Sch.Ar.Pax 143, Suid. (acc. to Phryn.268, τίφη (q.v.) is the correct form).
German (Pape)
[Seite 881] ἡ, 1) ein fettig aussehendes, stinkendes Insekt, Schabe, blatta; Arist. H. A. 8, 17; Luc. Gall. 31, vgl. Schol. – 2) die Büchermotte, Euen. 16 (IX, 251).
Greek (Liddell-Scott)
σίλφη: ἡ, ἔντομόν τι, «βρωμοῦσα», blatta, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 8, Αἰλ. π. Ζ. 1. 37, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 31· ὡσαύτως tinea, βιβλιοφάγος σκώληξ, «σκῶρος», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17 (ἔνθα ἀπαντᾷ ὁ τύπος τίλφη, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 300), Ἀνθ. Π. 9. 251. ΙΙ εἶδος λέμβου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, Σουΐδ. Πρβλ. τίφη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
blatte, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
η / ΝΑ και τίλφη Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, της οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ.
β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το σκουλήκι, ο σκόρος τών βιβλίων
2. είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Για την εναλλαγή σ και τ στους τ. σίλφη / τίλφη, που κατά μία άποψη οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σαργάνι: ταργάνι, σεῦτλον: τεῦτλον.