σκερβόλλω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=injurier, outrager.<br />'''Étymologie:''' [[σκέρβολος]]. | |btext=injurier, outrager.<br />'''Étymologie:''' [[σκέρβολος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σκώπτω]]<br /><b>2.</b> [[ονειδίζω]], [[βρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκερβόλλω]] πονηρά» — [[βρίζω]] ή [[κακολογώ]] χυδαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της αρχ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. λ., της οποίας το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[βάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[βόλος]]), ενώ το α' συνθετικό παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά μία [[άποψη]], το θ. <i>σκερ</i>- του [[σκερβόλλω]], [[καθώς]] και της συγγενούς λ. [[σκέραφος]] / [[σχέραφος]] / [[κέραφος]] ανάγεται</i> στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sker</i>- «[[κόπρος]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκώρ]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ker</i>- «[[κόβω]]» του [[κείρω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχερός]], [[κέρτομος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A scold, abuse, σ. πονηρά 'talk Billingsgate', use foul abuse, Ar.Eq.821, Hsch.; cf. κερβολέω.
German (Pape)
[Seite 893] Ar. Equ. 818, schmähen, schelten, schimpfen; Schol. μὴ λοιδόρει, ἀντὶ τοῦ μὴ ποίκιλλε, Hesych. erkl. auch ἀπατᾶν. – Eust. leitet es von κέαρ βάλλω ab u. vergleicht κερτομέω.
Greek (Liddell-Scott)
σκερβόλλω: σκώπτω, ὀνειδίζω, ὑβρίζω, σκ. πονηρά, ὑβρίζω, ὀνειδίζω, μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. (ὅστις μνημονεύει τύπον κερβολέω).
French (Bailly abrégé)
injurier, outrager.
Étymologie: σκέρβολος.
Greek Monolingual
Α
1. σκώπτω
2. ονειδίζω, βρίζω
3. φρ. «σκερβόλλω πονηρά» — βρίζω ή κακολογώ χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της αρχ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. λ., της οποίας το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω (πρβλ. βόλος), ενώ το α' συνθετικό παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά μία άποψη, το θ. σκερ- του σκερβόλλω, καθώς και της συγγενούς λ. σκέραφος / σχέραφος / κέραφος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sker- «κόπρος» (πρβλ. σκώρ), ενώ, κατ' άλλη άποψη, στην ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» του κείρω (βλ. και λ. σχερός, κέρτομος)].