σκέρβολος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]], [[βάλλω]]. | |btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]], [[βάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κακολόγος]], [[βλάσφημος]], [[υβριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A scolding, abusive, Call.Fr.281, Hsch.
German (Pape)
[Seite 893] schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυθήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.
Greek (Liddell-Scott)
σκέρβολος: κακολόγος, ὑβριστής, Καλλ. Ἀποσπ. 287· «λοίδορος καὶ τὰ ὅμοια» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: σκώρ, βάλλω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κακολόγος, βλάσφημος, υβριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω)].