στέγασμα: Difference between revisions
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />abri.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />abri.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεγάζω]]<br />[[σκέπη]], [[κάλυμμα]], [[καθετί]] που σκεπάζει ή προφυλάσσει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγαση]], η [[εγκατάσταση]] σε [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> το [[στέγαστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες <b>πάπ.</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.). 2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt.279d, cf. Criti.111c.
German (Pape)
[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.
Greek (Liddell-Scott)
στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..