Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναθροισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />rassemblement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />rassemblement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («πάντων τῶν ζῴων [[συναθροισμός]]», Αίσωπ.)<br /><b>2.</b> ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο γίνεται [[συναγωγή]] σε ένα [[κεφάλαιο]] αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθροισμός Medium diacritics: συναθροισμός Low diacritics: συναθροισμός Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synathroismós Transliteration B: synathroismos Transliteration C: synathroismos Beta Code: sunaqroismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.    II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.

German (Pape)

[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.