συναποδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συναποδύσομαι, <i>ao.2</i> συναπέδυν, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se déshabiller, <i>particul.</i> pour une lutte, un concours, <i>etc.</i><br /><b>2</b> dépouiller <i>ou</i> déposer ensemble, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἀποδύομαι.
|btext=<i>f.</i> συναποδύσομαι, <i>ao.2</i> συναπέδυν, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se déshabiller, <i>particul.</i> pour une lutte, un concours, <i>etc.</i><br /><b>2</b> dépouiller <i>ou</i> déposer ensemble, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἀποδύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην [[μετὰ]] τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» — [[κατέρχομαι]] σε αγώνα [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποδύομαι</i> «[[αποβάλλω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποδύομαι Medium diacritics: συναποδύομαι Low diacritics: συναποδύομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synapodýomai Transliteration B: synapodyomai Transliteration C: synapodyomai Beta Code: sunapodu/omai

English (LSJ)

Med.,

   A strip off from oneself or put off together, τὸ Αἰθίοπες εἶναι Philostr.V A6.11; τῇ φαινόλῃ τὸ νουνεχές Men.Prot.p.1 D.: abs., συναποδύεσθαί [τινι] εἰς ἀγῶνα strip oneself for a contest along with another, Plu.2.94c, cf.Ath.1.15c.

Greek (Liddell-Scott)

συναποδύομαι: ἀποδύομαι ὁμοῦ, συναποβάλλω, ὥσπερ ξυναποδυόμενοι τὸ Αἰθίοπες εἶναι Φιλόστρ. 246, πρβλ. Πλούτ. 2. 406Ε· «ὡς καὶ τὸν φαινόλην ἀποδύσασθαι, συναποδύσασθαι δὲ αὐτῷ καὶ τὸ νουνεχὲς» Μένανδρ. Βυζ. σ. 429· ― ἀπολ., συναποδύεσθαί τινι εἰς ἢ πρός τι Πλούτ. 2. 94C (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), πρβλ. Ἀθήν. 15C.

French (Bailly abrégé)

f. συναποδύσομαι, ao.2 συναπέδυν, etc.
1 se déshabiller, particul. pour une lutte, un concours, etc.
2 dépouiller ou déposer ensemble, acc..
Étymologie: σύν, ἀποδύομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
αποβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. μτφ. χάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην μετὰ τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» — κατέρχομαι σε αγώνα μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδύομαι «αποβάλλω»].