στροφάς: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui se meut en tournant ; circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]]. | |btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui se meut en tournant ; circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική [[τροχιά]] του αστερισμού της Άρκτου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] ψαριών που στρέφονται [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>στροφάδες</i><br />«σκώληκες»<br /><b>4.</b> (στον πληθ. και ως τόπων.) <i>αἱ Στροφάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) μικρά νησιά [[κοντά]] στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] νόμιζαν ότι [[κάποτε]] επέπλεαν στη [[θάλασσα]] και περιστρέφονταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>άς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, (στρέφω)
A turning round, revolving, circling, of the constellations, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's circling paths, S.Tr.131 (lyr.), cf. D.P.594; στροφάδεσσιν ἀέλλαις whirl-winds, Orph.A.677; of cranes on their return, Arat.1032; of fish, στροφάδες παρὰ πέτρην Numen. ap. Ath.7.319b; of worms, Hsch. II Στροφάδες (sc. νῆσοι), αἱ, the Drifting Isles, a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, Apollod.1.9.21, Str. 8.4.2, St.Byz.
German (Pape)
[Seite 956] άδος, ὁ, ἡ, sich umdrehend, wendend; ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, Soph. Trach. 131, die Kreisläufe, welche der Bär am Himmel beschreibt; vgl. D. Per. 594; – ἄελλα, Wirbelwind, Orph. Arg. 675; – von den rückkehrenden Kranichen, A rat. 1032; – στροφάδες παρὰ πέτρην φυκίδες, Numen. bei Ath. VII, 319 c, die sich dabei aufhalten; – αἱ Στροφάδες, sc. νῆσοι, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
στροφάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στρέφω) ὁ περιστρεφόμενος ὁλόγυρα, περιδινούμενος, περιφερόμενος κυκλικῶς, ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, ἡ κυκλικὴ τροχιὰ τῆς Ἄρκτου, Σοφ. Τρ. 131, (οὕτως, ἄρκτου στροφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 379)· πρβλ. Διον. Π. 594· - ἄελλα στρ., ἀνεμοστρόβιλος, Ὀρφ. Ἀργ. 675· - ἐπὶ τῶν γεράνων ἐπανερχομένων, Ἄρατ. 1032· ἐπὶ ἰχθύων, στροφάδες περὶ πέτρην Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 319Β. ΙΙ. Στροφάδες (ἐξυπακ. νῆσοι), αἱ, αἱ περιστρεφόμεναι, μικραί τινες νῆσοι οὐ μακρὰν τῆς Ζακύνθου, αἵτινες ἐνομίζοντὸ ποτε ἐπιπλέουσαι, πρβλ. Θουκ. 2 ἐν τέλ.· ἐν παλαιοτέροις χρόνοις ἐκαλοῦντο Πλωταί, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 295· - πρβλ. Σποράδες, Κυκλάδες.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
qui se meut en tournant ; circulaire.
Étymologie: στρέφω.
Greek Monolingual
-άδος, ό, ἡ, Α
1. (ιδίως για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική τροχιά του αστερισμού της Άρκτου, Σοφ.)
2. χαρακτηρισμός ψαριών που στρέφονται γύρω από κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στροφάδες
«σκώληκες»
4. (στον πληθ. και ως τόπων.) αἱ Στροφάδες
(ενν. νήσοι) μικρά νησιά κοντά στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν έτσι επειδή νόμιζαν ότι κάποτε επέπλεαν στη θάλασσα και περιστρέφονταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τροχ-άς)].