συμπεριλαμβάνω: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(Bailly1_5) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>inf. pf. Pass.</i> συμπεριειλῆφθαι;<br />embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; <i>particul.</i> comprendre dans un traité;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps <i>ou</i> ensemble à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιλαμβάνω]]. | |btext=<i>inf. pf. Pass.</i> συμπεριειλῆφθαι;<br />embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; <i>particul.</i> comprendre dans un traité;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps <i>ou</i> ensemble à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[rodear]], [[coger alrededor]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
A gather together, τὸ τοῦ ἱματίου περικεχυμένον Sor.Vit.Hippocr.12; enclose or include together, [τοῖς νεύροις] ὀστᾶ καὶ μυελόν Pl.Ti.74d, cf. Hp.Fist.4; τὰ ᾠά Arist.HA549a33; πολλὴν ἀναθυμίασιν Id.Mete. 358a33:—Pass., Pl.Ti.83d. 2 embrace, include, τὰ γένη ib.58a; comprehend in a treaty with others, ἐν ταῖς συνθήκαις Philipp. ap. D. 18.77 (Pass.), cf. Decr. ap. eund.18.29, Epicur.Nat.28.9; embrace in the same history, Plb.8.11.4, cf. D.S.16.94, etc.:—Pass., ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arist.Top.142a31, cf. Thphr.HP6.1.1, al.; ὅπως -ληφθῶμεν ἐν ταῖς συνθήκαις SIG591.64 (Lampsacus, ii B.C.). 3 in literal sense, embrace, Act.Ap.20.10. II Med., take part in together, τινος Luc.Dom.4codd. συμπερι-ληπτέον, one must include, Thphr. HP6.6.1.
German (Pape)
[Seite 986] (s. λαμβάνω), mit, zugleich, zusammen umfassen; Plat. Tim. 58 a 83 d; Dem. u. Folgde, τὶ τῇ ὑποθέσει, Pol. 8, 13, 4; auch = mit dem Verstande begreifen, Arist. de anim. 1, 2, – συμπεριληψόμενος τῶν περὶ τοῦ ἔρωτος λόγων, Luc. de dom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριλαμβάνω: ὡς καὶ νῦν, περιλαμβάνω ὁμοῦ, περικλείω, περιέχω ὁμοῦ, [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) περιλαμβάνω συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη αὐτόθι 58Α· περιλαμβάνω ἐν συνθήκῃ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· περιλαμβάνω ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω ὁμοῦ, τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.
French (Bailly abrégé)
inf. pf. Pass. συμπεριειλῆφθαι;
embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; particul. comprendre dans un traité;
Moy. συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps ou ensemble à, gén..
Étymologie: σύν, περιλαμβάνω.