συνηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />plaidoyer, défense.<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />plaidoyer, défense.<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[συνήγορος]]<br />το [[έργο]] του συνηγόρου, [[αγόρευση]] στο δικαστήριο για την [[υπεράσπιση]] διαδίκου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[λόγος]] ή [[πράξη]] που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία [[άποψη]] ή ένα [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[υπεράσπιση]] τών συμφερόντων της πόλεως [[κατά]] τις τελωνιακές δίκες<br /><b>2.</b> το [[δικαίωμα]] να υπερασπίζει [[κανείς]] κάποιον στο δικαστήριο<br /><b>3.</b> [[ηθική]] [[βοήθεια]], [[ηθική]] [[ενίσχυση]]<br /><b>4.</b> [[μαρτυρία]] για [[κάτι]] («εἰς τὴν συνηγορίαν τοῡ ἴδια [[πάθη]] γίνεσθαι γυναικῶν», Σωρ.)<br /><b>5.</b> [[επιβεβαίωση]], [[κατάφαση]], [[παραδοχή]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηγορία Medium diacritics: συνηγορία Low diacritics: συνηγορία Capitals: ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: synēgoría Transliteration B: synēgoria Transliteration C: synigoria Beta Code: sunhgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A advocacy of another's cause, Aeschin.3.7 (pl.); μετὰ -ίας ἐπιρρωννύντες Phld.Ir.p.65 W.; εἰς τὴν -ίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν Sor.2.3, cf. Gal.15.578; right to practise as an advocate, PGiss.40 ii 4(iii A.D.): pl., περὶ τῶν συμμάχων Arist.Rh. Al.1425a7, cf. OGI567.19 (Attalia, ii A.D.), CIG2795 (Aphrodisias).    2 ἡ συνηγορία τοῦ τι εἶναι the affirmative, A.D.Synt. 235.13.    3 ἀπὸ -ῶν ταμείου sometime advocatus fisci, IG3.712a.

Greek (Liddell-Scott)

συνηγορία: ἡ, τὸ συνηγορεῖν ὑπέρ τινος, ἀγόρευσις ὑπέρ τινος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Αἰσχίν. 54. 33· περὶ τῶν συμμάχων Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 26· ἐν τῷ παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 279?.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
plaidoyer, défense.
Étymologie: συνήγορος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συνήγορος
το έργο του συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο
αρχ.
1. (ιδίως) υπεράσπιση τών συμφερόντων της πόλεως κατά τις τελωνιακές δίκες
2. το δικαίωμα να υπερασπίζει κανείς κάποιον στο δικαστήριο
3. ηθική βοήθεια, ηθική ενίσχυση
4. μαρτυρία για κάτι («εἰς τὴν συνηγορίαν τοῡ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν», Σωρ.)
5. επιβεβαίωση, κατάφαση, παραδοχή.