συμπνέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=souffler <i>ou</i> respirer avec, τινι ; <i>fig.</i> être animé des mêmes entiments, être d’accord avec, τινι ; σ. [[εἴς]] [[τι]] unir ses efforts, conspirer vers un même but.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνέω]].
|btext=souffler <i>ou</i> respirer avec, τινι ; <i>fig.</i> être animé des mêmes entiments, être d’accord avec, τινι ; σ. [[εἴς]] [[τι]] unir ses efforts, conspirer vers un même but.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και ποιητ. τ. [[συμπνείω]] Α [[πνέω]]<br />έχω [[σύμπνοια]] με κάποιον, [[συμφωνώ]] με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εμπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> [[συμμαχώ]] («συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> παρασύρομαι από το [[φύσημα]] («ἐμαυτὸν τύχαισι συμπνέων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπνέω Medium diacritics: συμπνέω Low diacritics: συμπνέω Capitals: ΣΥΜΠΝΕΩ
Transliteration A: sympnéō Transliteration B: sympneō Transliteration C: sympneo Beta Code: sumpne/w

English (LSJ)

poet. συμπληρ-πνείω Supp.Epigr.7.12.11 (Susa, i B.C.):—

   A breathe together with, τινι M.Ant.8.54, AP7.595 (Jul.): metaph., ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων going along with the sudden blasts of fortune, yielding or bowing to them, A.Ag.187 (lyr.); συμπνέον τῇ ὀργῇ, gloss on ἔγχεος ζακότοιο, Sch.Pi.N.6.90.    2 abs., coalesce, achieve unity, Pl.Lg.708d, Arist.Pol.1303a26, Plu.Comp.Lyc.Num.4; συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων D.18.168; οἱονεὶ σ. ἐς γάμον Ael.NA 3.44.

German (Pape)

[Seite 988] (s. πνέω), zusammen wehen, übertr., bereinstimmen; ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, Aesch. Ag. 180; Plat. Legg. IV, 708 d; συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι, Pol. 30, 2, 8; οὐκέτι συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων, Dem. 18, 168; sich vereinigen, εἴς τι, wozu, z. B. τἰς γάμον, Ael. H. A. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συμπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀνθ. Π. 7. 595, Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 54· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. conspirare, συμφωνῶ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 708D· ἐμπαίοις τύχαισι σ., παραφέρομαι μὲ αἰφνιδίους ὁρμὰς τῆς τύχης, ὑποχωρῶ, ὑποκύπτω εἰς αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 187. 2) ἀπολ., συμφωνῶ μετά τινος, συνωμοτῶ, συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων Δημ. 284. 17, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 3. 44.

French (Bailly abrégé)

souffler ou respirer avec, τινι ; fig. être animé des mêmes entiments, être d’accord avec, τινι ; σ. εἴς τι unir ses efforts, conspirer vers un même but.
Étymologie: σύν, πνέω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α πνέω
έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.)
μσν.
εμπνέω
αρχ.
1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συμβάλλω («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.)
3. συμμαχώ («συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων», Δημοσθ.)
4. παρασύρομαι από το φύσημα («ἐμαυτὸν τύχαισι συμπνέων», Αισχύλ.).