τένων: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(Bailly1_5)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> tendon, muscle allongé.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> tendon, muscle allongé.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=οντος ([[τείνω]]): du. and pl., muscles.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τένων Medium diacritics: τένων Low diacritics: τένων Capitals: ΤΕΝΩΝ
Transliteration A: ténōn Transliteration B: tenōn Transliteration C: tenon Beta Code: te/nwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (τείνω)

   A sinew, tendon, ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Od.3.449; freq. in dual, ἄμφω ῥῆξε τένοντε Il.5.307, al., cf. 4.521, Hes.Sc.419; of the arm, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Il.20.478; of the foot, ποδῶν τέτρηνε τένοντε 22.396, cf. E.Ph.42; τ. ποδός, the outstretched foot, Id.Cyc.400; ὁ τ. ὁ ὀπίσθιος the Achilles tendon, Hp.Fract.11; ὁ τ. ὁ ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδός ib.16, cf. Arist.HA515b9; τ. defined as a species of νεῦρον, Gal.2.739, cf. 6.772: abs., for the foot, πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί A.Ch.209, cf. E.Med.1166, Ba. 938; τένοντα σείων, of a mule, Babr.62.3.    II metaph., mountain-ridge, Καυκάσιος τ. AP4.3b.12 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1091] οντος, ὁ, eigtl. jedes straffe, angespannte Band; bes. von den Gliederbändern des menschlichen und thierischen Leibes, Sehne, Flechse; bei Hom. am häufigsten von den beiden starken Sehnen des Nackens, ἀμφοτέρω δὲ τένοντε λᾶας ἀπηλοίησεν, Il. 4, 521; ἄμφω ῥῆξε τένοντε, 5, 307, u. öfter, vgl. 16, 587; αὐχένιοι, das Genick, Od. 3, 449; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, Il. 20, 478; ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, 22, 396; Hes. Sc. 419; πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207, Eur. Phoen. 42 Bacch. 936; dah. übertr., τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει, Luc. Cat. 19. – Auch wie αὐχήν, ein schmaler Landstrich, Jac. A. P. p. 47; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

τένων: -οντος, ὁ, (τείνω) ἰσχυρὸν καὶ τεταμένον νεῦρον, πλέγμα νεύρων, τὸ ἐν τῷ τραχήλῳ νεῦρον, ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Ὀδ. Γ. 449· συχν. ἐν τῷ δυϊκῷ ἀριθμῷ, ἄμφω ῥῆξε τένοντε Ἰλ. Ε. 307, κλπ., πρβλ. Δ. 521· ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Υ. 478· ἐπὶ τοῦ ποδός, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Χ. 396, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 419, Εὐρ. Φοίν. 42· τ. ποδός, ὁ τεταμένος πούς, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 400· ὁ τένωνὀπίσθιος, ὁ καλούμενος Ἀχιλλεύς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ὁ τ. ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδὸς αὐτόθι 764, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· - ἀκολούθως ἀπολ., ἀντὶ τοῦ πούς, πτέρνσι τενόντων θ’ ὑπογραφαὶ Αἰσχύλ. Χο. 209, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1166 (ἔνθα ἴδε Elmsl., 1134), Βάκχ. 938· τένοντα σείων, ἐπὶ ἡμιόνου, Βαβρ. 62. 2. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ αὐχήν, Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ῥηγμῖνι Κυταίῃ Ἀνθολ. Π. 4. 3, 58, πρβλ. αὐχήν. (Συγγενὲς τῷ ταινία).

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
litt. tendon, muscle allongé.
Étymologie: τείνω.

English (Autenrieth)

οντος (τείνω): du. and pl., muscles.