τρισμακάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d’envie.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[μακαρίζω]].
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d’envie.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[μακαρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμακάριστος]], -ον ΝΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]] ή [[τρισευτυχισμένος]] (α. «ὦ τρισμακάριστον [[ξύλον]], ἐν ᾧ ἐτάθη [[Χριστός]]», Μηναί.<br />β. «[[βίος]] [[τρισμακάριστος]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακαριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μακαρίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>μαχάριστος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμᾰκάριστος Medium diacritics: τρισμακάριστος Low diacritics: τρισμακάριστος Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trismakáristos Transliteration B: trismakaristos Transliteration C: trismakaristos Beta Code: trismaka/ristos

English (LSJ)

[ᾰρ], η, ον,

   A = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).

Greek (Liddell-Scott)

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d’envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμακάριστος, -ον ΝΜΑ
τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.
β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ-μαχάριστος].