φωΐς: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=φωΐδος (ἡ) :<br />tache de brûlure sur la peau.<br />'''Étymologie:''' [[φάος]].
|btext=φωΐδος (ἡ) :<br />tache de brûlure sur la peau.<br />'''Étymologie:''' [[φάος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[φοΐς]], -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α<br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] του δέρματος, που οφείλεται σε [[έγκαυμα]] και περιέχει υδαρές [[υγρό]], [[φλύκταινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], ο τ. ανάγεται στη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ō</i>-<i>w</i>- της ρίζας του [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «[[έγκαυμα]]». Λιγότερο πιθανή, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι ο τ. με αρχική σημ. «[[φουσκάλα]], [[φλύκταινα]]», ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>ŭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῦσα]], λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια [[μορφή]] <i>ph</i><i>ō</i><i>u</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[φώκη]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωΐς Medium diacritics: φωΐς Low diacritics: φωίς Capitals: ΦΩΙΣ
Transliteration A: phōḯs Transliteration B: phōis Transliteration C: fois Beta Code: fwi/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, contr. φῴς, φῳδός, only found in pl. φωΐδες, φῷδες (erroneously written φοῖδες in Arist.Pr.967a27), gen. φῴδων (Hdn. Gr.2.342):—

   A blister on the skin, caused by a burn, Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80.

German (Pape)

[Seite 1321] ΐδος, ἡ, zsgzgn φῴς, φῳδός, in der Regel nur im plur. φωΐδες, φῷδες, gen. φῴδων, – Blasen auf der Haut, Brandblasen, schwarze Brandflecken; Hippocr.; Ar. Plut. 535; B. A. 70.

French (Bailly abrégé)

φωΐδος (ἡ) :
tache de brûlure sur la peau.
Étymologie: φάος.

Greek Monolingual

και φοΐς, -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α
φυσαλλίδα στην επιφάνεια του δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή bhō-w- της ρίζας του φώγω «ψήνω, καίω», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «έγκαυμα». Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. με αρχική σημ. «φουσκάλα, φλύκταινα», ανάγεται στην ΙΕ ρίζα p(h)ŭ- (πρβλ. φῦσα, λατ. pussula / pustula) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια μορφή phōu- της ρίζας (πρβλ. φώκη) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].