κοχυδέω: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(7) |
(6_1) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=koxude/w | |Beta Code=koxude/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">stream forth copiously</b>, <b class="b3">ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ</b> <b class="b2">gushing</b> with cakes, <span class="bibl">Pherecr.130.4</span>: Ion.impf. <b class="b3">κοχύδεσκεν</b> (v.l. [[κοχύεσκεν]]) <span class="bibl">Theoc.2.107</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">stream forth copiously</b>, <b class="b3">ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ</b> <b class="b2">gushing</b> with cakes, <span class="bibl">Pherecr.130.4</span>: Ion.impf. <b class="b3">κοχύδεσκεν</b> (v.l. [[κοχύεσκεν]]) <span class="bibl">Theoc.2.107</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κοχῠδέω''': [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες [[ἐπιβλύξ]], ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. [[παρά]] ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς [[ῥοῦς]]» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ [[οἶνος]] κοχύζει [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς [[εἰκασία]] τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι [[εἶναι]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, [[χύδην]], πρβλ. [[μορμύρω]], [[ποιφύσσω]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 5 August 2017
English (LSJ)
A stream forth copiously, ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.
Greek (Liddell-Scott)
κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)