σκέπας: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[shelter]]; ἀνέμοιο, ‘[[against]] the [[wind]],’ Od. 6.210. (Od.)
|auten=[[shelter]]; ἀνέμοιο, ‘[[against]] the [[wind]],’ Od. 6.210. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=-αος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] (α. «χλαίνης λιτὸν [[σκέπας]]», Παρμ.<br />β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[καταφύγιο]] («ἐπὶ [[σκέπας]] ἦν ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σκέπας]] [[είναι]] η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[σκέπη]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]] <b>κ.λπ.</b>), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι [[απλώς]] της κάλυψης και [[έτσι]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. [[καλύπτω]] και [[στέγω]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kepure</i>, ρωσ. <i>čepec</i> με σημ. «[[σκούφια]]»].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπας Medium diacritics: σκέπας Low diacritics: σκέπας Capitals: ΣΚΕΠΑΣ
Transliteration A: sképas Transliteration B: skepas Transliteration C: skepas Beta Code: ske/pas

English (LSJ)

gen.

   A -αος Arat.857: τό: (σκέπω):—covering, shelter, Hom., only in Od.; κὰδ δ' ἄρ' Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐπὶ σκέπας placed him in or under shelter, 6.212, cf. 210; σ. ἀνέμοιο shelter from the wind, 5.443, 12.336: abs. in poet. nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.Op.532; σκέπας ὅρμων Lyc.736; of clothes, χλαίνης λιτὸν σ. AP9.43 (Parmen.); of the Maced. hat (καυσία), ib.6.335 (Antip. Thess.): pl., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Porph.Abst.4.12 codd. (σκεπάσμασι is prob. l.): metaph. in sg., pretext, pretence, E.Antiop. iv B 2 Arnim.—In Prose commonly σκέπη (q.v.), or σκέπασμα.

German (Pape)

[Seite 892] αος, τό, Decke, Hülle, Schutzdach; ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, es war Schutz vor dem Winde, Od. 5, 443. 7, 282. 12, 336; plur., σκέπα, Hes. O. 534; vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 12; einzeln bei sp. D., wie Arat. 1126; σκέπας ἐν νιφετῷ, Antp. Th. 10 (VI, 335).

Greek (Liddell-Scott)

σκέπας: -αος, τό, (σκέπω) κάλυμμα, σκέπασμα, σκέπη, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· κὰδ δ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆ’ εἶσαν ἐπὶ σκέπας, ἔθηκαν αὐτὸν ὑπὸ σκέπην, Ζ. 212, πρβλ. 210· σκέπας ἀνέμοιο, σκέπηπροφύλαξις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, Ε. 443, Η. 281, Μ. 336· ἀπολ. ἐν ποιητικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. σκέπᾰ (πρβλ. κρέᾰ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, π ρβλ. Ruhnk. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 12· οὕτω, σκ. ὅρμου Λυκόφρ. 736· ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἀνθ. Π., κλ., ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Μακεδονικοῦ πίλου (καυσίη), αὐτόθι 6. 335· - ἐν τῷ πληθ., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 12. - Παρὰ πεζογράφοις συνήθως σκέπη (ὃ ἴδε), ἢ σκέπασμα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπας· σκέπη. ὑποδοχή».

French (Bailly abrégé)

αος (τό) :
abri : ἀνέμοιο OD contre le vent.
Étymologie: R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. σκέπω.

English (Autenrieth)

shelter; ἀνέμοιο, ‘against the wind,’ Od. 6.210. (Od.)

Greek Monolingual

-αος, τὸ, Α
1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ.
β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)
2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (πρβλ. σκέπη, σκέπω, σκεπάζω κ.λπ.), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι απλώς της κάλυψης και έτσι διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. καλύπτω και στέγω. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kepure, ρωσ. čepec με σημ. «σκούφια»].