ἄρειος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[Ἄρης]]): [[martial]], [[warlike]]; of men, [[Μενέλᾶος]], [[Αἴᾶς]], υἶες Ἀχαιῶν, etc.; [[also]] of weapons and armor (τεύχεα, [[ἔντεα]]); [[τεῖχος]] [[ἄρειον]], ‘[[martial]]’ [[wall]], Il. 4.407, Il. 15.736.<br />see [[ἀρήιος]].
|auten=([[Ἄρης]]): [[martial]], [[warlike]]; of men, [[Μενέλᾶος]], [[Αἴᾶς]], υἶες Ἀχαιῶν, etc.; [[also]] of weapons and armor (τεύχεα, [[ἔντεα]]); [[τεῖχος]] [[ἄρειον]], ‘[[martial]]’ [[wall]], Il. 4.407, Il. 15.736.<br />see [[ἀρήιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄρειος]], -ον κ. -α, -ον κ. <b>ιων.</b> [[ἀρήϊος]], -η, -ον (Α) [[Άρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] αφιερωμένος στον Άρη, [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε [[αντίθεση]] με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα.
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 348] ον, fem. ἀρεία Eur. Herc. far. 413; den Ares betreffend, ihm geweiht, kriegerisch; comp. ἀρειότερος bei Sp., wie Coluth. 66 Agath. 67 (XI, 376), = ἀρείων. Vgl. ἀρήιος.

English (Autenrieth)

(Ἄρης): martial, warlike; of men, Μενέλᾶος, Αἴᾶς, υἶες Ἀχαιῶν, etc.; also of weapons and armor (τεύχεα, ἔντεα); τεῖχος ἄρειον, ‘martialwall, Il. 4.407, Il. 15.736.
see ἀρήιος.

Greek Monolingual

ἄρειος, -ον κ. -α, -ον κ. ιων. ἀρήϊος, -η, -ον (Α) Άρης
1. αυτός που είναι αφιερωμένος στον Άρη, πολεμικός, φιλοπόλεμος
2. ως ουσ. πολεμιστής
3. φρ. «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε αντίθεση με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα.