διικνέομαι: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. διίξομαι, aor. 2 [[sing]]. διίκεο: go [[through]], in [[narration]], Il. 9.61 and Il. 19.186. | |auten=fut. διίξομαι, aor. 2 [[sing]]. διίκεο: go [[through]], in [[narration]], Il. 9.61 and Il. 19.186. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ικόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[διαπερνώ]], [[διεισδύω]], [[εισχωρώ]], [[διέρχομαι]], σε Πλούτ.· [[φθάνω]], λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στον προφορικό λόγο, [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, ἀόρ. -ικόμην· ἀποθ.·― διέρχομαι, εἰσδύομαι, δι’ ὤτων ποτὶ τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 101Α, πρβλ. Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 20, 4· διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Πλούτ. Δημ. 20· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., διίκεο πείρατ’ ἀέθλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 413· ― ἐξικνοῦμαι, φθάνω, ἐπὶ βλημάτων, Θουκ. 7. 79. 2) διηγοῦμαι, ἐκθέτω, ὡς τὸ διέρχομαι, πάντα δ. Ἰλ. Ι. 61, Τ. 186. 3) ἐπὶ χρόνου, παρεμπίπτω, Λόγγ. 1, 4.
English (Autenrieth)
fut. διίξομαι, aor. 2 sing. διίκεο: go through, in narration, Il. 9.61 and Il. 19.186.
Greek Monotonic
διικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ικόμην·
1. αποθ., διαπερνώ, διεισδύω, εισχωρώ, διέρχομαι, σε Πλούτ.· φθάνω, λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.
2. στον προφορικό λόγο, διηγούμαι, εκθέτω, σε Ομήρ. Ιλ.