καθάπαξ: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(Autenrieth) |
(18) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[once]] [[for]] [[all]], Od. 21.349†. | |auten=[[once]] [[for]] [[all]], Od. 21.349†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθάπαξ]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> μια για [[πάντα]] («[[καθάπαξ]] τινῶν [[κύριος]] κατέστη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, [[πέρα]] για [[πέρα]] («οἱ [[καθάπαξ]] ἐχθροὶ τῆς πόλεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθόλου]], [[ουδόλως]], [[ουδαμώς]]<br /><b>4.</b> μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι [[καθάπαξ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>πάπ.</b> [[κάθε]] [[φορά]], [[εκάστοτε]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲ [[καθάπαξ]]» — [[ούτε]] μία [[φορά]] (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἅπαξ]] «μια [[φορά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰπ], Adv.
A once for all, Od.21.349, D.18.231, Phld.D.3 Fr.23, Jul.Or.2.70c; out-and-out, absolutely, οἱ κ. ἐχθροί D.18.197; κ. ἄτιμ ος γέγονεν Id.21.87, cf. 25.30; κ. σπουδαῖος, opp. κατά τι, Phld. Po.5.16, cf. Ph.2.6; opp. πρός τι, Archig. ap. Gal.8.626; οἱ κ. μὴ συναπ τόμενοι not at all, Ocell.4.4; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν D.19.118; οὐδὲ κ. not even once, Plb.1.2.6, 1.20.12, etc.; οὐδὲ τὸ κ. S.E.M. 11.97; πάντως δ', οὐ κ. not merely in a single case, Demetr.Lac.Herc. 1055.22; singly, Plb.3.90.2. II each time,= ἑκάστοτε, PMag.Par.1.326.
German (Pape)
[Seite 1280] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ καθάπαξ, auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.
Greek (Liddell-Scott)
καθάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ ἁπλῶς, ἅπαξ διὰ παντός, «μιὰ φορά», οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς καθάπαξ ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ καθάπαξ, οὐδὲ ἅπαξ, Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
une fois pour toutes.
Étymologie: κατά, ἅπαξ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
καθάπαξ (AM)
επίρρ.
1. μια για πάντα («καθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.)
2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς
4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ.)
5. πάπ. κάθε φορά, εκάστοτε
6. φρ. «οὐδὲ καθάπαξ» — ούτε μία φορά (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἅπαξ «μια φορά»].