πολυμήχανος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[much]] [[contriving]], [[full]] of [[device]]; [[ever]] [[ready]], epith. of [[Odysseus]]. | |auten=[[much]] [[contriving]], [[full]] of [[device]]; [[ever]] [[ready]], epith. of [[Odysseus]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυμήχανος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να επινοεί [[πολλά]] τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, [[εφευρετικός]] (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πολυμήχανος]] περὶ τοὺς λόγους», <b>Αριστείδ.</b> Λόγ.<br />«[[πολυμήχανος]] [[βουλή]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμηχάνως]] Α<br />με [[επινοητικότητα]], με [[εφευρετικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] «[[τέχνασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A resourceful, inventive, epith. of Odysseus, Il.2.173, etc., cf. S.Ph. 1135 (lyr.); of Apollo, h.Merc.319; π. μήτηρ, of Nature, Orph.H.10.1; π. βουλή Opp.H.2.54: in later Prose, π. περὶ τοὺς λόγους Aristid. Or.41(4).2.
German (Pape)
[Seite 666] reich an Kunstgriffen u. Hülfsmitteln, der sich überall zu helfen weiß, sinnreich, klug; Odysseus oft bei Hom., wie Soph. Phil. 1120; Apollo, H. h. Merc. 319.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμήχᾰνος: -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, συνετός, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. μήτηρ, ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.
Étymologie: πολύς, μηχανή.
English (Autenrieth)
much contriving, full of device; ever ready, epith. of Odysseus.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυμήχανος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ.
«πολυμήχανος βουλή», Οππ.).
επίρρ...
πολυμηχάνως Α
με επινοητικότητα, με εφευρετικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μήχανος (< μηχανή «τέχνασμα»), πρβλ. γλυκυ-μήχανος].