πολύπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πλάζω]]): muchwandering, [[far]]-[[roving]]; [[ἄνεμος]], [[driving]] [[far]] [[from]] the [[course]], [[baffling]], Il. 11.308.
|auten=([[πλάζω]]): muchwandering, [[far]]-[[roving]]; [[ἄνεμος]], [[driving]] [[far]] [[from]] the [[course]], [[baffling]], Il. 11.308.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πλανιέται [[παντού]], που τον φέρνουν οι περιστάσεις σε [[πολλά]] μέρη, από δω κι από κει, [[πολυπλάνητος]] (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε συνεχή [[κίνηση]]<br /><b>3.</b> (για τον νου και τη [[σκέψη]]) [[εκείνος]] που σφάλλει πολύ («πολύπλαγκτοι [[πραπίδες]]», Ελλ. Επιγράμμ.)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που οδηγεί κάποιον σε [[παρέκκλιση]] από τον στόχο του, που τον παραπλανά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλαγκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάζω]] «περιπλανιέμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πλαγκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλαγκτος Medium diacritics: πολύπλαγκτος Low diacritics: πολύπλαγκτος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: polýplanktos Transliteration B: polyplanktos Transliteration C: polyplagktos Beta Code: polu/plagktos

English (LSJ)

ον, (πλάζω)

   A much-wandering, wide-rouing, ληϊστῆρσι π. Od.17.425, cf. 511; of 10, A.Supp.572 (lyr.); π. ἔτεα S.Aj.1.186 (lyr.); οὐκ ἂν εἰδείης ἕτερον . . πολυπλαγκτότερον E.HF1197 (lyr.).    2 evermoving, ἰκτῖνοι (prob.l.) Thgn.1257; μέλεα Parm.16.1.    3 much-erring, πραπίδες IG14.1424 (Rome).    II driving far from one's course, ἄνεμος Il.11.308 (unless in signf. 1.1).—In S.Ant.615 (lyr.) π. ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf. πολυπλανής 11.

German (Pape)

[Seite 668] 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., νόστος Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 (Plan. 2921; κέλευθα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; ἄνεμος, Il. 11, 308; sp. D., κεκρύφαλος, Archi. 5 (VI, 207).

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλαγκτος: -ον, (πλάζω) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, πραπίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, παραπλανῶν, ἄνεμος Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui fait errer de tous côtés, qui égare loin du droit chemin.
Étymologie: πολύς, πλάζω.

English (Autenrieth)

(πλάζω): muchwandering, far-roving; ἄνεμος, driving far from the course, baffling, Il. 11.308.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που πλανιέται παντού, που τον φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ.
β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση
3. (για τον νου και τη σκέψη) εκείνος που σφάλλει πολύ («πολύπλαγκτοι πραπίδες», Ελλ. Επιγράμμ.)
4. εκείνος που οδηγεί κάποιον σε παρέκκλιση από τον στόχο του, που τον παραπλανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος].