χειρότερος: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(Autenrieth) |
(46) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten== [[χείρων]], Il. 20.436 and Il. 15.513. | |auten== [[χείρων]], Il. 20.436 and Il. 15.513. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[χειρότερος]], -[[τέρα]], -ον, ΝΜΑ, και [[χερότερος]] Ν, και τ. [[χερειότερος]] Α<br />πιο [[κακός]], κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο [[δυσάρεστος]] ή [[ανεπιθύμητος]] (α. «ο [[ένας]] [[κακός]] κι ο [[άλλος]] [[χειρότερος]]» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τόσο το χειρότερο» — [[ακόμη]] [[χειρότερα]]<br />β) «όποιος δεν δει τα [[χειρότερα]] δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή [[εκτίμηση]] μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρότερα]] Ν<br /><b>1.</b> πιο [[κακά]], πιο άσχημα, σε χαμηλότερη [[αξία]] ή [[ποιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «και μη [[χειρότερα]]» — [[έκφραση]] σχετλιασμού για [[κάτι]] πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χείρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, Ep. for χείρων, Il.15.513, 20.436, Hes.Op.127, Parm.8.24, etc.
German (Pape)
[Seite 1346] poet. comp. = χείρων, Hom. u. Hes.
Greek (Liddell-Scott)
χειρότερος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χείρων, ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. χείρων.
English (Autenrieth)
= χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.
Greek Monolingual
-η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α
πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότερα
β) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.
επίρρ...
χειρότερα Ν
1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα
2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.