ὑπερκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(Autenrieth)
(43)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go [[down]] [[over]], [[surmount]]. (Il.)
|auten=aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go [[down]] [[over]], [[surmount]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταβαίνω Medium diacritics: ὑπερκαταβαίνω Low diacritics: υπερκαταβαίνω Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperkatabaínō Transliteration B: hyperkatabainō Transliteration C: yperkatavaino Beta Code: u(perkatabai/nw

English (LSJ)

   A get down over, get quite over, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Il.13.50,87: c. gen., AP9.533.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταβαίνω: ὑπερβάλλων τι καταβαίνω, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Ἰλ. Ν. 50, 87· μετὰ γεν., Ἀνθ. Παλατ. 9. 533.

French (Bailly abrégé)

descendre par-dessus, acc..
Étymologie: ὑπέρ, καταβαίνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go down over, surmount. (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ καταβαίνω
κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.).