κατόπισθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(Autenrieth)
(20)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=in the [[rear]], [[behind]]; w. gen., Od. 12.148; of [[time]], in the [[future]], [[afterwards]].
|auten=in the [[rear]], [[behind]]; w. gen., Od. 12.148; of [[time]], in the [[future]], [[afterwards]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατόπισθεν]] (ΑΜ, Α και [[κατόπισθε]] και [[κατόπιθεν]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>τοπ.</b> [[κατόπιν]], από [[πίσω]], [[έπειτα]] από κάποιον (α. «[[κατόπισθεν]] ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.<br />β. «[[κατόπισθε]] βαλών... δουρί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]] ταύτα, ακολούθως<br /><b>2.</b> σε δεύτερη [[μοίρα]] («ἁ δ' ἀρετὰ [[κατόπισθεν]] θνατοῑς ἀμελεῑται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄπισθεν]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόπισθεν Medium diacritics: κατόπισθεν Low diacritics: κατόπισθεν Capitals: ΚΑΤΟΠΙΣΘΕΝ
Transliteration A: katópisthen Transliteration B: katopisthen Transliteration C: katopisthen Beta Code: kato/pisqen

English (LSJ)

in Poets also κάτ-θε, Adv. of Place,

   A behind, after, Il.23.505, Od.22.92: c.gen., 12.148, Pancrat.Oxy.1085.14: metaph., of rank, ἁ δ' Ἀρετὰ κ. θνατοῖς ἀμελεῖται E.IA1093 (lyr.).    II of Time, hereafter, afterwards, henceforth, Od.22.40, 24.546; ὁ κ. λογισμός Pl.Ti.57e, cf. Thgn.280; also κ. λιποίμην Od.21.116, cf. Pl.R. 363d.

Greek (Liddell-Scott)

κατόπισθεν: παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως -θε, ἐπίρρ. τόπου, ὀπίσω, ὄπισθεν, τοπικῶς ἐκ τῶν νώτων, Ἰλ. Ψ. 505, Ὀδ. Χ. 92· μετὰ γεν., Ὀδ. Μ. 148·- μεταφ., ἐπὶ τάξεως, ἁ δ’ ἀρετὰ κατ. θνατοῖς ἀμελεῖται, ὑποτιμωμένη, ἐν ὑστέρᾳ μοίρᾳ τιθεμένη, Εὐρ. Ι. Α. 1093, πρβλ. μετόπισθε. II. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, ἀκολούθως, τοῦ λοιποῦ, Ὀδ. Χ. 40., Ω. 546· ὁ κ. λογισμός Πλάτ. Τίμ. 57D, πρβλ. Θέογν. 280·- ὡσαύτως, κ. λιπέσθαι, = καταλιπέσθαι, νὰ καταλίπῃ τις ὀπίσω του, μετὰ τὸν θάνατόν του, Ὀδ. Φ. 116, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363D.

French (Bailly abrégé)

poét. κατόπισθε;
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; fig. (être laissé) en arrière, être négligé, dédaigné ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite : κατόπισθεν λιπέσθαι OD être laissé ou rester ensuite.
Étymologie: κατά, ὄπισθεν.

English (Autenrieth)

in the rear, behind; w. gen., Od. 12.148; of time, in the future, afterwards.

Greek Monolingual

κατόπισθεν (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν)
επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.
β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως
2. σε δεύτερη μοίρα («ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῑς ἀμελεῑται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄπισθεν.