μνῆστις: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(25) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[μιμνήσκω]]): [[remembrance]], Od. 13.280†. | |auten=([[μιμνήσκω]]): [[remembrance]], Od. 13.280†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μνήστις]] -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. [[μνάστις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[θύμηση]], [[μνήμη]]<br /><b>2.</b> [[μνεία]]<br /><b>3.</b> [[προσοχή]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μνῆστις]] γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>-<i>σ</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> (για το -<i>σ</i>- του τ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>λῆ</i>-<i>σ</i>-<i>τις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ,
A remembrance, recollection, heed, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od.13.280; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Alcm.64; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. S.Aj.520, cf. 1269; ὅτου . . ἀπορρεῖ μ. ib.523; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί Theoc.28.23; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε then you bethought yourselves of Gelon, Hdt.7.158. II memory, fame, Simon.4.3.
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, das Gedenken an Etwas; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, wir dachten nicht an das Abendessen, Od. 13, 280; ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, Soph. Ai. 516. 1248, gedenken; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε, so dachtet ihr, erinnertet euch an den Gelon, Her. 7, 158; sp. D., wie Theocr. 28, 23; Nic. Ther. extr.; vgl. Lob. zu Phryn. 256.
Greek (Liddell-Scott)
μνῆστις: Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, (μνάομαι) ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, προσοχή, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. αὐτόθι 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ ἐπειδὴ περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. μνήμη, φήμη, Σιμωνίδ. 5.
French (Bailly abrégé)
εως, poét. ιος (ἡ) :
1 action de penser à, pensée;
2 souvenir.
Étymologie: μνάομαι.
English (Autenrieth)
(μιμνήσκω): remembrance, Od. 13.280†.
Greek Monolingual
μνήστις -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις)
1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη
2. μνεία
3. προσοχή
4. φήμη
5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη-σ- του μι-μνή-σκω + επίθημα -τις (για το -σ- του τ. πρβλ. λῆ-σ-τις)].