πτωσκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
(Autenrieth)
(35)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=inf. -έμεν: [[crouch]] in [[fear]], Il. 4.372†.
|auten=inf. -έμεν: [[crouch]] in [[fear]], Il. 4.372†.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πτωκάζω]] Α<br />[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[πτώσσω]] «[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος [[κατά]] το [[ἀλυσκάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλύσκω]]) πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πτώσκω</i>. Ο τ. [[πτωκάζω]] [[είναι]] εσφ.].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωσκάζω Medium diacritics: πτωσκάζω Low diacritics: πτωσκάζω Capitals: ΠΤΩΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ptōskázō Transliteration B: ptōskazō Transliteration C: ptoskazo Beta Code: ptwska/zw

English (LSJ)

poet. for sq.,

   A crouch or cower for fear, Il.4.372.

German (Pape)

[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v. l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.

Greek (Liddell-Scott)

πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
c. πτώσσω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.

Greek Monolingual

και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].