μητιόεις: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(Autenrieth) |
(25) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=pl. -εντα ([[μῆτις]]): [[full]] of [[device]], [[helpful]], φάρμακα, Od. 4.227†. | |auten=pl. -εντα ([[μῆτις]]): [[full]] of [[device]], [[helpful]], φάρμακα, Od. 4.227†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που έχει [[σύνεση]] ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με [[σύνεση]], ο [[ωφέλιμος]] («φάρμακα μητιόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>, <i>δακρυ</i>-<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (μῆτις)
A wise in counsel, epith. of Zeus, = μητίετα, h.Ap.344, Hes.Op.51,769, etc.; φάρμακα μητιόεντα wise, i.e. wellchosen, helpful remedies, Od.4.227; μ. δόλος Alex.Aet.3.18.
German (Pape)
[Seite 179] εσσα, εν, reich an klugem Rath, wie μητίετα; Ζεύς, H. h. Ap. 344; Hes. O. 51. 771 Th. 286. 457; φάρμακα μητιόεντα, Od. 4, 227, sind künstlich ersonnene Mittel; δόλος μητιόεις, Alex. Aet. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
μητιόεις: εσσα, εν, (μῆτις) πλήρης συνέσεως, περίνους, ἐπίθ. τοῦ Διὸς = μητίετα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 344, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 51. 767, κτλ.· φάρμακα μητιόεντα, δηλ. εὑρεθέντα ἢ σκευασθέντα μετὰ συνέσεως, ἐκλεκτά, ὠφέλιμα, «τὰ κατὰ σύνεσιν εὑρημένα ἢ δραστικὰ» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 227.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
prudemment ou habilement imaginé (remède).
Étymologie: μῆτις.
English (Autenrieth)
pl. -εντα (μῆτις): full of device, helpful, φάρμακα, Od. 4.227†.
Greek Monolingual
μητιόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές
2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα -όεις (πρβλ. αστερ-όεις, δακρυ-όεις)].