ὀπτήρ: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[ῆρος]] ([[root]] ὀπ): [[scout]], [[spy]], pl., Od. 14.261 and Od. 17.430. | |auten=[[ῆρος]] ([[root]] ὀπ): [[scout]], [[spy]], pl., Od. 14.261 and Od. 17.430. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπτήρ:''' -ῆρος, ὁ (ὄψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κοιτάζει ή κατασκοπεύει, [[κατάσκοπος]], [[σπιούνος]], Λατ. [[speculator]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> στην [[πεζογραφία]], [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ὄψ)
A one who looks or spies, spy, scout, Od. 14.261, A.Supp.185, S.Aj.29. II one who has seen, Id.Ichn.77 ; eye-witness, Antipho 5.27, X.Cyr.4.5.17.
German (Pape)
[Seite 363] ῆρος, ὁ, der nach Etwas sieht, der Späher; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, Od. 14, 261. 17, 430; Aesch. Suppl. 182; Soph. Ai, 29; Xen. Cyr. 5, 4, 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτήρ: -ῆρος, ὁ, (ἴδε ὄψ), ὁ βλέπων ἢ κατοπτεύων, κατάσκοπος, Λατιν. speculator, Ὀδ. Ξ. 261, Ρ. 430, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 185, Σοφ. Αἴ. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπτήρ· ὁρατήρ. ἐπόπτης». ΙΙ. παρὰ πεζογράφοις, αὐτόπτης μάρτυς, Ἀντιφῶν 132. 33, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17.
French (Bailly abrégé)
ὀπτῆρος (ὁ) :
1 observateur, surveillant, espion;
2 témoin oculaire.
Étymologie: ὄψομαι.
English (Autenrieth)
ῆρος (root ὀπ): scout, spy, pl., Od. 14.261 and Od. 17.430.
Greek Monotonic
ὀπτήρ: -ῆρος, ὁ (ὄψ),
I. αυτός που κοιτάζει ή κατασκοπεύει, κατάσκοπος, σπιούνος, Λατ. speculator, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
II. στην πεζογραφία, αυτόπτης μάρτυρας, σε Ξεν.