περιρρηδής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(Autenrieth)
(32)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές: tumbling [[across]]; τραπέζῃ, Od. 22.84†.
|auten=ές: tumbling [[across]]; τραπέζῃ, Od. 22.84†.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα [[γύρω]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που πέφτει με [[ορμή]] [[μπροστά]] με το [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> [[επικλινής]], [[κατηφορικός]] και από τις δύο πλευρές του<br /><b>4.</b> ύπτιος, υπτιασμένος<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[περιρραγής]], [[περιρρυής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μορφή]] της λ. [[περιρρηδής]] μάς επιτρέπει να τήν θεωρήσουμε σύνθ. από την [[πρόθεση]] [[περί]] και ένα αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>σκελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]], <i>περι</i>-<i>δεής</i><span style="color: red;"><</span> [[δέος]]). Το αμάρτυρο αυτό ουσ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του επιθ. [[ῥαδινός]] «[[λεπτός]], [[ευκίνητος]], [[εύκαμπτος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρηδής Medium diacritics: περιρρηδής Low diacritics: περιρρηδής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΗΔΗΣ
Transliteration A: perirrēdḗs Transliteration B: perirrēdēs Transliteration C: perirridis Beta Code: perirrhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A sprawling, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε he fell sprawling over the table, Od.22.84 ; περιρρηδὴς κεράεσσι pitching forward over them, A.R.1.431, cf. Orusin EM664.39.    II falling away, or sloping on each side, Hp.Art. 16 ; of the body in bed, Id.Mul.2.158, Gal.18(1).420. (EMl.c. explains the word by περιρραγής, περιρρυής. Prob. cogn. with ῥαδινός, cf. βραδανίζω.)

Greek (Liddell-Scott)

περιρρηδής: -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ ἑαυτοῦ ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ πρόσωπον μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ ῥήγνυμι, ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται περιρραγής, περιρρυής. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιρρηδής· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», οὕτως ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui glisse ou tombe sur, τινι.
Étymologie: περί, R. Ῥαδ-, glisser.

English (Autenrieth)

ές: tumbling across; τραπέζῃ, Od. 22.84†.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι
2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο
3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του
4. ύπτιος, υπτιασμένος
5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «περιρραγής, περιρρυής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. περιρρηδής μάς επιτρέπει να τήν θεωρήσουμε σύνθ. από την πρόθεση περί και ένα αμάρτυρο ουδ. ῥῆδος (πρβλ. περι-σκελής < σκέλος, περι-δεής< δέος). Το αμάρτυρο αυτό ουσ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του επιθ. ῥαδινός «λεπτός, ευκίνητος, εύκαμπτος»].