τρίστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(Autenrieth)
(42)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=in [[three]] rows, Od. 12.91†.
|auten=in [[three]] rows, Od. 12.91†.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστοιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει διαταχθεί σε [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.<br />γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριπλός]] («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που αποτελείται από [[τρία]] στοιχεία, από [[τρία]] γράμματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στοιχος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίστοιχος Medium diacritics: τρίστοιχος Low diacritics: τρίστοιχος Capitals: ΤΡΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: trístoichos Transliteration B: tristoichos Transliteration C: tristoichos Beta Code: tri/stoixos

English (LSJ)

ον,

   A in three rows, ὀδόντες Od.12.91, Ctes. ap. Arist.HA501a27; κριθαί Thphr.HP8.4.2; equipped with three rows (of teeth), χείλεα Opp.C.3.413.    II threefold, triple, μαστός, βόθρος, AP9.668.5 (Marian.), Orph.A.951; τ. κεφαλαί, of Cerberus, Hermesian.7.12.

German (Pape)

[Seite 1148] in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν σειρῶν συγκείμενος, εἰς τρεῖς σειρὰς διατεταγμένος, ἐν δὲ ἑκάστῃ σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες, πυκνοὶ καὶ θαμέες, περὶ τῶν κεφαλῶν τῆς Σκύλλης καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ὀδόντων, Ὀδ. Μ. 91, Κτησ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2. ΙΙ. Παρὰ ποιηταῖς, τριπλοῦς, μαστός, βόθρος Ἀνθ. Π. 9. 668, Ὀρφ.· τρ. κεφαλαί, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἑρμησιάναξ. 3. 12· τρ. χείλεα Ὀππ. Κυν. 3. 413. ΙΙΙ. ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στοιχείων, δηλ. γραμμάτων, Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ, 305C, D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur trois rangs, à triple rangée.
Étymologie: τρεῖς, στείχω.

English (Autenrieth)

in three rows, Od. 12.91†.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ.
β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.
γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.)
αρχ.
1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)
2. γραμμ. αυτός που αποτελείται από τρία στοιχεία, από τρία γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. πεντά-στοιχος)].