σεύομαι: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Slater | |||
|sltr=<b>σεύομαι</b> (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)<br /> nbsp; <b>1</b> [[speed]] [[ὅτε]] παρ' Ἀλφεῷ [[σύτο]] [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον [[ἅρμα]] Νικοκλέος [[μνᾶμα]] πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. [[part]]., ἐσσύμενοι δ' [[εἴσω]] κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., [[ἐσσυμένως]] ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. | |||
}} | |||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>σεύομαι</b> (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)<br /> nbsp; <b>1</b> [[speed]] [[ὅτε]] παρ' Ἀλφεῷ [[σύτο]] [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον [[ἅρμα]] Νικοκλέος [[μνᾶμα]] πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. [[part]]., ἐσσύμενοι δ' [[εἴσω]] κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., [[ἐσσυμένως]] ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. | |sltr=<b>σεύομαι</b> (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)<br /> nbsp; <b>1</b> [[speed]] [[ὅτε]] παρ' Ἀλφεῷ [[σύτο]] [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον [[ἅρμα]] Νικοκλέος [[μνᾶμα]] πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. [[part]]., ἐσσύμενοι δ' [[εἴσω]] κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., [[ἐσσυμένως]] ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 17 August 2017
English (Slater)
σεύομαι (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)
nbsp; 1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. part., ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
English (Slater)
σεύομαι (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)
nbsp; 1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. part., ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.