ἀναπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναπέμψω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> envoyer en haut, faire monter;<br /><b>2</b> envoyer de la côte dans l’intérieur;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) éloigner, repousser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναπέμπομαι éloigner de soi, congédier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πέμπω]].
|btext=<i>f.</i> ἀναπέμψω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> envoyer en haut, faire monter;<br /><b>2</b> envoyer de la côte dans l’intérieur;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) éloigner, repousser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναπέμπομαι éloigner de soi, congédier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πέμπω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀναπέμπω]], [[ἀμπέμπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[send]] up κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) “[[ὅσσα]] δὲ χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[send]] [[away]] [[ὅτε]] καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς [[Ἄργος]] ἵππιον; (sc. ὦ Θήβα: ἀπέπεμψας Σ.) (I. 7.10)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀναπέμπω]], [[ἀμπέμπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[send]] up κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) “[[ὅσσα]] δὲ χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[send]] [[away]] [[ὅτε]] καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς [[Ἄργος]] ἵππιον; (sc. ὦ Θήβα: ἀπέπεμψας Σ.) (I. 7.10)
|sltr=[[ἀναπέμπω]], [[ἀμπέμπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[send]] up κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) “[[ὅσσα]] δὲ χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[send]] [[away]] [[ὅτε]] καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς [[Ἄργος]] ἵππιον; (sc. ὦ Θήβα: ἀπέπεμψας Σ.) (I. 7.10)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπέμπω Medium diacritics: ἀναπέμπω Low diacritics: αναπέμπω Capitals: ΑΝΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: anapémpō Transliteration B: anapempō Transliteration C: anapempo Beta Code: a)nape/mpw

English (LSJ)

poet. ἀμπ-,

   A send up, κάτωθεν A.Ch.382 (lyr.), cf. Ar.Th.585; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἀ. sends forth... Pi.P.1.26; χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀ. ib.9.46; παντοῖα φύματα Pl.Ti.85c:—Med., send up from oneself, X.An.1.1.5.    2 send up to higher ground, εἰς τὰς ἄκρας Id.Cyr.7.5.34; esp. from the coast inland, into Central Asia, ἀ. ὡς βασιλέα Th.2.67, cf. Isoc.8.98; to the metropolis, εἰς τὴν Ῥώμην Plb.1.7.12, etc.    3 remit, refer to higher authority, PHib.1.57 (iii B. C.), PTeb.7.7 (ii B. C.); ψήφισμα πρὸς βασιλέα OGI329.51; τινὰ πρός τινα Ev.Luc.23.7; τινά τινι Ep.Philem.12; of a higher authority referring to delegates, BGU613.4 (ii A. D.), cf. 19i20, PLond.2.196, 11 (ii A. D.); refer to a book, Gal.18(2).663, etc.    4 trace up one's pedigree, γένος εἴς τινα D.S.4.83.    5 transmit, in Pass., τῶν κατ' ὄψιν ἀναπεμπομένων Epicur.Nat.11.7; αἰσθήσεων ἀναπεμπομένων Plot. 4.4.42.    II send back, Pi.I.7(6).10: metaph., send back in discussion to something previously said, Alex.Aphr. in Top.445.15.    2 refer, τὰ εἰς τὸ θεἰον -όμενα OGI194, cf. D.S.4.43; ascribe, τι ἐπί τι Dam.Pr.37; τίτινι Corp.Herm.18.12.    3 throw back the accent, of enclitics, Hdn.Gr.2.828.

German (Pape)

[Seite 201] 1) heraufschicken, κάτωθεν ἀμπέμπων Aesch. Ch. 376, zw.; κρουνούς Pind. P. 1, 26; hervorwachsen lassen, χθὼν – φύλλα 11, 47; φύματα Plat. Tim. 85 c; βόρβορος δυσωδίαν, haucht aus, Sp.; εἰς ἄκρας, auf einen Berg hinauf, Xen. Cyr. 7, 5, 34; in's Innere des Landes, bes. nach Asien, Isocr. 12, 104; εἰς Ῥώμην, Gefangene nach Rom, Pol. 1, 7, oft; auch τὸ γένος εἴς τινα, seinen Ursprung auf Jem. zurückführen, D. Sic. 4, 83. vgl. ἀνάγω. – 2) zurückschicken, wegsenden, ἐξ ἀλαλᾶς Pind. I. 6. 10; Plut. Sol. 4, öfter. – Med., von sich, Xen. An. 1, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπέμπω: ποιητ. ἀμπ-: (ἴδε πέμπω): - πέμπω πρὸς τὰ ἄνω, κάτωθεν Αἰσχύλ. Χο. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 585· Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... ἀν. Πινδ. Π.1.48· χθὼν ἠρινὰ φύλλ’ ἀν. αὐτόθι 9. 82· παντοῖα φύματα Πλάτ. Τίμ. 85G· ἐπὶ παντὸς πράγματος ἰσχυρὰν ὀσμὴν ἔχοντος, Φιλοστρ. Ἡρωικ. σ. 313, Βοασσ.: - Μέσ., πέμπω παρ’ ἐμοῦ, ἐκ μέρους μου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 5. 2) πέμπω εἰς ὑψηλότερον μέρος ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀσίας, ἀν. ὡς βασιλέα Θουκ. 2. 67, Ξεν. Κύρ. 7.5, 34, πρβλ. Ἰσοκρ. 179Β (πρβλ. ἀναβαίνω ΙΙ. 3, ἀνάβασις): εἰς τὴν μητρόπολιν, τὴν πρωτεύουσαν, Πολύβ. 1. 7, 12, κτλ. 3) ἀνάγω εἴς τινα τὴν καταγωγήν μου, τὸ γὰρ γένος εἰς ταύτην (τὴν Ἀφροδίτην) ἀναπέμποντες Διόδ. 4. 83. ΙΙ. πέμπω ὀπίσω, Πινδ. Ι. 7(6), 16. 2) ἀναφέρω, ἀνάγω τι εἴς τινα, Εὐσ. π. τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπέμψω, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 envoyer en haut, faire monter;
2 envoyer de la côte dans l’intérieur;
II. (ἀνά, en arrière) éloigner, repousser;
Moy. ἀναπέμπομαι éloigner de soi, congédier.
Étymologie: ἀνά, πέμπω.

English (Slater)

ἀναπέμπω, ἀμπέμπω
   a send up κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) “ὅσσα δὲ χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46)
   b send away ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον; (sc. ὦ Θήβα: ἀπέπεμψας Σ.) (I. 7.10)

English (Slater)

ἀναπέμπω, ἀμπέμπω
   a send up κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) “ὅσσα δὲ χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46)
   b send away ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον; (sc. ὦ Θήβα: ἀπέπεμψας Σ.) (I. 7.10)