Γοργώ: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=οῦς: the [[Gorgon]], a [[monster]] [[that]] [[inspired]] [[terror]] by her looks, [[βλοσυρῶπις]], δεινὸν δερκομένη, Il. 11.36. | |auten=οῦς: the [[Gorgon]], a [[monster]] [[that]] [[inspired]] [[terror]] by her looks, [[βλοσυρῶπις]], δεινὸν δερκομένη, Il. 11.36. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A the Gorgon, i.e. the Grim One (cf. γοργός), Hes.Sc.224, 230: acc. pl., Γοργούς Id.Th.276.—Sg. Γοργώ Il.11.36: gen. Γοργοῦς 8.349, Hes.Sc.224, E.Or.1521, Ion1003, etc.; also Γοργών Id.Rh. 306: gen. Γοργόνος Id.Fr.360.46, Ph.456 (s. v.l.): acc. Γοργόνα Id.Or.1520: pl. Γοργόνες, acc. -ας, are the regul. forms (but v. supr.), Hes.Sc.230, A.Pr.799, al.: gen. Γοργόνων Pi.P.12.7, E.Ba.990 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Γοργώ: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)·― ἡ ἀγρία, βλοσυρὰ (πρβλ. γοργός)· αὕτη κατῴκει (κατὰ τὸ Ὀδ. Λ. 635) ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, πρβλ. Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224. Ὁ Ἡσ. (ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 230) ποιεῖται λόγον περὶ πολλῶν Γοργόνων· ἐνῷ ἐν Θ. 276 ὀνομάζει τρεῖς (θυγατέρας τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς), ἤτοι Εὐρυάλην, Σθεινὼ καὶ Μέδουσαν,― ὧν ἡ τελευταία ἦτο ἡ ἰδίως Γοργώ· ἡ ὀφιοπλόκαμος αὐτῆς κεφαλὴ προσηρμόσθη εἰς τὴν αἰγίδα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ πάντες οἱ ἐμβλέποντες ἀπελιθοῦντο, Εὐρ. Όρ. 1520,― Ὁ ὁμαλὸς ἑνικὸς εἶναι Γοργώ, Ἰλ. Λ. 36, Εύρ. Ρήσ. 306, γεν. Γοργοῦς Ἰλ. Θ. 349, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Εὐρ. Ὀρ. 1521, Ἴωνι 1003, κτλ.· δοτ. Γοργοῖ (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl.) ὁ αὐτ. Ἑκ. 1316· ἀλλ᾿ ὁπόταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ, πτώσεις σχηματίζονται καὶ ἐξ ὀνομαστικῆς Γοργών, δηλ. γεν. Γοργόνος, Εὐρ. παρὰ Λυκούργ. 161. 46· οὕτως ἄνευ ἀνάγκης, ὁ αὐτ. Φοιν. 458· δοτ. Γοργόνι ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1118· καὶ ἐν τῷ πληθ. Γοργόνες, αἰτ. –ας καὶ Γοργοὺς (Ἡσ. Θ. 274) εἶναι οἱ μόνοι δόκιμοι τύποι, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 230, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 1048, Εὐμ. 48, Εὐρ.· γεν. Γοργόνων Πίνδ. Π. 12 12, Εὐρ. Βάκχ. 990.
French (Bailly abrégé)
οῦς, οῖ (ἡ) :
Gorgô (la Gorgone), monstre dont la chevelure était faite de serpents entrelacés, et dont le regard pétrifiait.
Étymologie: γοργός.
English (Autenrieth)
οῦς: the Gorgon, a monster that inspired terror by her looks, βλοσυρῶπις, δεινὸν δερκομένη, Il. 11.36.