ἀναπλέκω: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=enlacer, tresser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πλέκω]]. | |btext=enlacer, tresser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πλέκω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
A enwreath, entwine, ὅρμοισι χέρας Pi.O.2.74; ἀ. τὰς τρίχας Poll.2.35:—Pass., IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C., in form ἀμπλ-), ib.5(2).514.10 (Lycosura):—Med., braid one's hair, Luc. Nav.3. 2 metaph., ἀ. ῥυθμόν AP11.64 (Agath.). 3 ἀναπεπλεγμένοι closely engaged, Plu.Brut.17.
German (Pape)
[Seite 202] um-, einflechten, ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind. Ol. 2, 82; την κόμην, das Haar aufflechten, Poll. 2, 35. – Med., Opp. H. 3, 470; sich einen Kranz winden, Luc. Piscat. 6 (Jacobitz act.); sich die Haare aufbinden u. flechten, Navig. 3; übertr., ῥυθμόν Agath. 24 (XI, 64).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω περί τι, περικοσμῶ, περιστέφω, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας Πολυδ. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, πλέκω τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον ὀπίσω, - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.