ἀποικία: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄποικος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄποικος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰποικία</b> <br /> <b>1</b> [[colony]], [[settlement]] ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: [[τουτέστι]] ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν [[τῶν]] Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (ἄποικος)
A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀ. στέλλειν, ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124; ἀ. κτίσαι A.Pr.814; ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12; ἀ. κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27; ἀ. ποιεῖσθαι Pl.Lg.702c; στέλλειν(of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀ. οἰκίας is an offshoot from .., Arist.Pol.1252b17. 2 migration, Ph.2.410. II charter granted to a colony, Hyp.Fr. 73.
German (Pape)
[Seite 304] dasselbe, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt, Pind. Ol. 1, 24 Aesch. Prom. 816 Her. 1, 146 Thuc. 1, 25 Plat. u. Folgde; τὰς ἀποικίας ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν ἀγρῶν Arist. pol. 6, 4, sich auf dem Lande (von der Stadt entfernt) ansiedeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄποικος), συνοικισμὸς ἀνθρώπων μακρὰν τῆς ἑαυτῶν πατρίδος, ἀποικία, Πινδ. Ο. 1. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 342, Ἡρόδ. 1. 146, κτλ.· ἀντίστροφον τῷ μητρόπολις, Θουκ. 1. 34· εἰς ἀπ. στέλλειν, ἄγειν Ἡρόδ. 4. 147., 5. 124· ἀπ. κτίζειν, Αἰσχύλ. Πρ. 814· ἀπ. ἐκπέμπειν Θουκ. 1. 12· ἀπ. κηρύσσειν ἐς τόπον ὁ αὐτ. 1. 27· ἀπ. ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι παραφυάς, βλαστός, τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.
Étymologie: ἄποικος.
English (Slater)
ᾰποικία
1 colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)