ἀτενής: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fortement tendu, <i>d’où</i><br /><b>1</b> fixe, attentif;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> droit, qui vient en droite ligne, direct;<br /><b>3</b> ferme, fort : ἀτενεῖς ὀργαί ESCHL colère intense <i>ou</i> violente;<br /><b>4</b> qui s’attache fortement à (lierre).<br />'''Étymologie:''' ἀ intens., [[τείνω]].
|btext=ής, ές :<br />fortement tendu, <i>d’où</i><br /><b>1</b> fixe, attentif;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> droit, qui vient en droite ligne, direct;<br /><b>3</b> ferme, fort : ἀτενεῖς ὀργαί ESCHL colère intense <i>ou</i> violente;<br /><b>4</b> qui s’attache fortement à (lierre).<br />'''Étymologie:''' ἀ intens., [[τείνω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰτενής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[earnest]] φαῖμέν κε γείτον' [[ἔμμεναι]] νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι [[χάρμα]] πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) n. [[sing]]. pro adv., [[really]], [[absolutely]], ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
}}
}}

Revision as of 14:30, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτενής Medium diacritics: ἀτενής Low diacritics: ατενής Capitals: ΑΤΕΝΗΣ
Transliteration A: atenḗs Transliteration B: atenēs Transliteration C: atenis Beta Code: a)tenh/s

English (LSJ)

ές,

   A stretched, strained, κισσός S.Ant.826 (lyr.); freq. of the eyes, staring, Arist.HA492a11; τὸ ἀ. τῆς ὄψεως καὶ ἄτεγκτον D.H.5.8; τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀ. ἀπερείδεσθαι intently, Luc.Icar.12.    2 intense, excessive, ὀργαί A.Ag.71 (lyr.); ὀδυρμοί Call.Fr.1.7 P.    3 straight, direct, ἥκω δ' ἀτενὴς ἀπ' οἴκων straight from home, E.Fr.65.    4 of diseases, obstinate, ἰσχιάς prob. for ἀγεννής in Archig. ap. Aët.12.1.    II of men's minds and speech, intent, earnest, ἀτενεῖ . . νόῳ Hes.Th.661, Pi.N.7.88; ἁπλοῖ καὶ ἀ., of men, Pl.R.547e; ἀ. παρρησία E.Fr.737; ἀ. ψυχή Luc.Nigr.4.    2 unbending, stubborn, ἀ. ἀτεράμων τε Ar.V.730 (lyr.); ἀστένακτος καὶ ἀ. D.H.5.8: Comp., Phld. Lib.p.44 O.    III Adv. ἀτενῶς, Ion. -έως Hp.Prorrh.1.24; ἀ. ἐμβλέπειν Agatharch.41; δυσπειθῶς καὶ ἀ. ἔχειν πρός τι to be obstinately averse to, Plu.Galb.25:—more freq. in neut., ἀτενὲς ἴκελοι exceeding like, Pi.P.2.77; ἀ. ἀπ' ἀοῦς from dawn onwards, Epich.124.1; καταμαθεῖν ἀ. Id.172.4; ἀ. τηρεῖν Diph.61; ἀ. βλέπειν Plb.18.53.9.

German (Pape)

[Seite 385] ές (τείνω, α intens.), sehr gespannt, aufmerksam, ernst, νόος Hes. Ih. 66 l; Pind. N. 7, 88; ψυχή Luc. Nigr. 4; standhaft, hart, ὀργαί Aesch. Ag. 71; ἁπλοῖ καὶ ἀτενεῖς ἄνδρες Plat. Rep. VII, 547 e; καὶ ἀτεράμων Ar. Vesp. 730; κισσός, fest anhangend, Soph. Ant. 820; unerbittlich, καὶ στεῤῥός Dion. Hal. 8, 45; ἀτενὲς βλέπειν εἴς τινα, unverwandt, Pol. 18, 36; Luc. Alex. 14; τὴν ὄψιν ἐς τὸ ἀτενὲς ἀπερείσασθαι Icarom. 12; ἀτενεῖς ὀφθαλμοί, unverwandt auf einen Punkt gerichtet, Arist. H. A. 1, 10; τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως D. Hal. 5, 8; – adv., ἀτενὲς ἴκελος, ganz gleich, Pind. P. 2, 77; ἀτενὲς ἥκω ἀπ' οἴκων, stracks, Eur. Alcm. fr. 15; ἀτενὲς ἀπ' ἀοῦς, gleich vom Morgen an, Epicharm. Ath. VII, 277 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτενής: -ές, (α ἀθροιστ., τείνω) ὁ ἐξαπλούμενος, ὁ προσκολώμενος, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν Σοφ. Ἀντ. 826· συχν. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἀτενίζων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 10, 3· τὸ ἀτ. τῆς ὄψεως Διον. Ἁλ. 5. 8· τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀτ. ἀπερείδεσθαι, ἀσκαρδαμυκτεὶ βλέπειν, Λουκ. Ἰκαρομ. 12· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) σφοδρός, ἰσχυρός, δεινός, ὀργαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 71. 3) κατ’ εὐθεῖαν, ἥκω δ’ ἀτενὴς ἀπ’ οἴκων Εὐρ. Ἀποσπ. 66. ΙΙ. ἐπὶ τῆς διανοίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἀτενεῖ… νόῳ Ἡσ. Θ. 661, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 129· ἁπλοῖ καὶ ἀτ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀτ. παρρησία Εὐρ. Ἀποσπ. 737. 2) ἄκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, ἀτενὴς ἀτεράμων τε Ἀριστοφ. Σφ. 730· ἀστένακτος καὶ ἀτ. Διον. Ἁλ. 5. 8. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀτενῶς, Ἰων. -έως Ἱππ. Προρρ. 78· ἀτ. ἐμβλέπειν Διόδ. 3. 18· ἀτ. ἔχειν πρός τι Πλουτ. Γάλβ. 25: συχνότερον κατ’ οὐδέτ., ἀτενὲς ἴκελοι, καθ’ ὑπερβολὴν ὅμοιοι, Πινδ. Π. 2. 141· καταμαθεῖν ἀτενὲς Ἐπίχ. 96 Ahr.· ἀτενὲς τηρεῖν Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 4· ἀτ. βλέπειν Πολύβ. 18. 36, 9· πρβλ. ἀτενίζω.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fortement tendu, d’où
1 fixe, attentif;
2 p. anal. droit, qui vient en droite ligne, direct;
3 ferme, fort : ἀτενεῖς ὀργαί ESCHL colère intense ou violente;
4 qui s’attache fortement à (lierre).
Étymologie: ἀ intens., τείνω.

English (Slater)

ᾰτενής
   1 earnest φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) n. sing. pro adv., really, absolutely, ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)