ἄλπνιστος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(SL_1)
(big3_3)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἄλπνιστος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) [[δύο]] δέ [[τοι]] ζωᾶς [[ἄωτον]] μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)
|sltr=[[ἄλπνιστος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) [[δύο]] δέ [[τοι]] ζωᾶς [[ἄωτον]] μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br />sup. [[agradabilísimo]], [[sublime]] ζωᾶς [[ἄωτον]] ... τὸν ἄλπνιστον Pi.<i>I</i>.5.12.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. [[ἔλπω]], [[ἐλπίς]], q.u.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλπνιστος Medium diacritics: ἄλπνιστος Low diacritics: άλπνιστος Capitals: ΑΛΠΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: álpnistos Transliteration B: alpnistos Transliteration C: alpnistos Beta Code: a)/lpnistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of ἄλπνος (only in compd. ἔπαλπνος, q.v.),

   A sweetest, loveliest, Pi.I.5(4).12; cf. ἀλπαλέον (cod. -αῖον) · ἀγαπητόν, Hsch. (Cf. ἔλπω (ϝέλπω), Lat. volup.)

German (Pape)

[Seite 109] superl. von ἄλπνος (das nur in der Zusammensetzung ἔπαλπνος vorkommt), ζωᾶς ἄωτον Pind. I. 4, 14, süß, lieblich (die Ableitung ist zw., gew. von ἔλπω, ἀλφεῖν, θάλπω).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλπνιστος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἔπαλπνος, ὃ ἴδε) = ἥδιστος, γλυκύτατος, φίλτατος, Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ ἔλπω (Fέλπω) Λατ. volup.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très doux.
Étymologie: Sp. d’un adj. inusité ; cf. ἔπαλπνος, ἔλπω.

English (Slater)

ἄλπνιστος
   1 sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)

Spanish (DGE)

-η, -ον
sup. agradabilísimo, sublime ζωᾶς ἄωτον ... τὸν ἄλπνιστον Pi.I.5.12.

• Etimología: De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. ἔλπω, ἐλπίς, q.u.