νεόκτονος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(SL_2)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νεόκτονος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[newly]] [[slain]] ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ (N. 8.30)
|sltr=[[νεόκτονος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[newly]] [[slain]] ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ (N. 8.30)
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόκτονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκτονος Medium diacritics: νεόκτονος Low diacritics: νεόκτονος Capitals: ΝΕΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: neóktonos Transliteration B: neoktonos Transliteration C: neoktonos Beta Code: neo/ktonos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A lately or just killed, Pi.N.8.30.

German (Pape)

[Seite 242] neuerdings, eben erst getödtet, Pind. N. 8, 30.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκτονος: -ον, (κτείνω) ὁ πρὸ μικροῦ ἢ ἄρτι φονευθείς, Πινδ. Ν. 8. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’être tué.
Étymologie: νέος, κτείνω.

English (Slater)

νεόκτονος
   1 newly slain ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ (N. 8.30)

Greek Monolingual

νεόκτονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κτονος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].