τοτέ: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(SL_2) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[τοτέ]] [[τοτέ]] [[τοτέ]], <br /> <b>1</b> at [[one]] [[time]], at [[another]] (θεόν) ὃς ἀνέχει [[τοτὲ]] μὲν τὰ κείνων, τότ' [[αὖθ]] ἑτέροις ἔδωκεν [[μέγα]] [[κῦδος]] (P. 2.89) | |sltr=[[τοτέ]] [[τοτέ]] [[τοτέ]], <br /> <b>1</b> at [[one]] [[time]], at [[another]] (θεόν) ὃς ἀνέχει [[τοτὲ]] μὲν τὰ κείνων, τότ' [[αὖθ]] ἑτέροις ἔδωκεν [[μέγα]] [[κῦδος]] (P. 2.89) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[ενίοτε]], μερικές φορές, [[άλλοτε]] μεν [[άλλοτε]] δε («ἡ vῡv [[τοτὲ]] μὲν [[κακόφρων]] τελέθει, [[τοτὲ]] δ' ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τότε]] με καταβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
(with changed accent, cf. ὅτε, ὁτέ), Adv.
A at times, now and then, in answering clauses, τοτὲ μὲν... τοτὲ δὲ . . (much like ποτὲ μὲν, ποτὲ δὲ . . ) at one time... at another... Od.24.447, A.Ag. 100 (anap.), S.OC1745 (lyr.), Ar.Eq.540 (anap.), Pl.Plt.270a, al.; τόκα μὲν... τόκα δέ (Dor. parox.) Pi.N.6.10; τότ' ἄλλος, ἄλλοθ' ἅτερος S.El.739; τ. μὲν... ἄλλοτε δὲ . . Pl.Phdr.237e, Poet. ap. X.Mem.1.2.20; τ. μὲν... αὖθις δὲ . . Pl.Grg.491b, etc.; τ. μὲν δίκαιον, ὅταν δὲ βούληται, ἄδικον Id.Phdr.261d, cf. A.Ch.412 (lyr.):—τοτὲ μέν in the first clause is sts. omitted, Il.11.63, Pl.Phd.116a, Tht.192d.
German (Pape)
[Seite 1132] adv., einmal, zuweilen, dann u. wann; gew. paarweise zu Anfang zweier einander entsprechender Sätze, τοτὲ μέν – τοτὲ δέ, bald – bald, Od. 24, 447 ff.; τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ' ἐκ θυσιῶν ἀγανὰ φαίνουσα, Aesch. Ag. 100; auch τοτὲ μέν – ὅταν δέ, Ch. 406; τοτὲ μὲν πέρα – τοτὲ δ' ὕπερθεν, Soph. O. C. 1742; Ar. Ran. 290; Xen. Cyr. 7, 1, 10 An. 5, 9, 9; Plat. Prot. 352 b Gorg. 499 c u. öfter; τοτὲ μέν – ἄλλοτε δέ, Phaedr. 237 e; – αὖθις δέ, Gorg. 491 c; ἔστι δὲ ὅτε, Phaedr. 237 e; τοτὲ μὲν δίκαιον, ὅταν δὲ βούληται, ἄδικον, 261 c; Folgde; τοτὲ μέν – ἔστι δ' ὅτε, Pol. 3, 17, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
quelquefois : τοτὲ μὲν… τοτὲ δέ tantôt… tantôt ; τοτὲ… ἄλλοτε m. sign.
Étymologie: τότε, avec chang. d’accent.
English (Autenrieth)
sometimes; τοτὲ μὲν.. τοτὲ δέ, ‘now.. then,’ Od. 24.447 f.; standing alone, at another time, anon, Il. 11.63.
English (Slater)
τοτέ τοτέ τοτέ,
1 at one time, at another (θεόν) ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος (P. 2.89)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ' ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό του τόνου].