ὑψίκομος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(SL_2) |
(44) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὑψῐκομος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[with]] [[high]] piled [[hair]] ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95) | |sltr=<b>ὑψῐκομος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[with]] [[high]] piled [[hair]] ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίκομος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α<br />(για [[δέντρο]]) αυτός που έχει το φύλλωμά του [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός του οποίου οι βόστρυχοι [[είναι]] δεμένοι [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για όρος) [[υψικόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>κομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—
A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95. 2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὑψῐκομος, -ον
1 with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].