δεητικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[dispuesto a pedir]] (ὁ μεγαλόψυχος) ... περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ... δ. Arist.<i>EN</i> 1125<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que pide]], [[suplicante]] φωνή D.S.17.44, λόγος Plu.<i>Cor</i>.18, cf. Ps.Callisth.1.46a.3, ἐπιστολαί Ph.2.590, εὐχαί Ph.2.296<br /><b class="num">•</b>de pers. [[suplicante]] προῆλθεν ... οὐκέτι δ. οὐδὲ πρᾶος, ἀλλὰ τραχὺς ὀφθείς Plu.<i>Oth</i>.16.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con ánimo de súplica]] Eust.1807.11.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[dispuesto a pedir]] (ὁ μεγαλόψυχος) ... περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ... δ. Arist.<i>EN</i> 1125<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que pide]], [[suplicante]] φωνή D.S.17.44, λόγος Plu.<i>Cor</i>.18, cf. Ps.Callisth.1.46a.3, ἐπιστολαί Ph.2.590, εὐχαί Ph.2.296<br /><b class="num">•</b>de pers. [[suplicante]] προῆλθεν ... οὐκέτι δ. οὐδὲ πρᾶος, ἀλλὰ τραχὺς ὀφθείς Plu.<i>Oth</i>.16.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con ánimo de súplica]] Eust.1807.11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεητικός]], -ή, -όν)<br />[[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («δεητική [[φωνή]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>δεητικά</i> (Μ δεητικῶς)<br />με παρακάλια, ικετευτικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δεητικόν</i><br />[[δέηση]], [[ικεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο διατεθειμένος να ζητήσει [[κάτι]] ή να παρακαλέσει για [[κάτι]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[δεητικός]] προήλθε [[είτε]] απευθείας από το ρ. <i>δέω</i>, [[δέομαι]] «[[χρειάζομαι]], [[ζητώ]], [[παρακαλώ]]» και το [[επίθημα]] -<i>τικός</i>, [[είτε]] με τη [[μεσολάβηση]] του ουσ. [[δέησις]]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεητικός Medium diacritics: δεητικός Low diacritics: δεητικός Capitals: ΔΕΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: deētikós Transliteration B: deētikos Transliteration C: deitikos Beta Code: dehtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to ask, Arist.EN1125a10; suppliant, φωνή D.S.17.44; λόγος Plu.Cor. 18; ἐπιστολαί Ph.2.590 (Sup.); εὐχαί Id.2.296 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 534] bittend, περί τινος Arist. Eth. 4, 3; λόγος Plut. Coriol. 18.

Greek (Liddell-Scott)

δεητικός: ή,όν, διατεθειμένος νὰ ζητήσῃ , Ἀριστ. Ἠθ .Ν.4.3, 32· ἱκέτης,ἱκετευτικός, φωνή Διόδ. 17.44· λόγος Πλούτ.Κορ.18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui demande, suppliant.
Étymologie: δέομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. dispuesto a pedir (ὁ μεγαλόψυχος) ... περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ... δ. Arist.EN 1125a10.
2 de abstr. que pide, suplicante φωνή D.S.17.44, λόγος Plu.Cor.18, cf. Ps.Callisth.1.46a.3, ἐπιστολαί Ph.2.590, εὐχαί Ph.2.296
de pers. suplicante προῆλθεν ... οὐκέτι δ. οὐδὲ πρᾶος, ἀλλὰ τραχὺς ὀφθείς Plu.Oth.16.
II adv. -ῶς con ánimo de súplica Eust.1807.11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δεητικός, -ή, -όν)
παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή»)
νεοελλ.-μσν.
επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς)
με παρακάλια, ικετευτικά
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν
δέηση, ικεσία
αρχ.
ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. δεητικός προήλθε είτε απευθείας από το ρ. δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ» και το επίθημα -τικός, είτε με τη μεσολάβηση του ουσ. δέησις].