δοριστέφανος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δοριστέφᾰνος) -ον<br />[[coronado por su valor guerrero]] Σπάρτα Lobo <i>SHell</i>.512. | |dgtxt=(δοριστέφᾰνος) -ον<br />[[coronado por su valor guerrero]] Σπάρτα Lobo <i>SHell</i>.512. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δοριστέφανος]], -ον (Α)<br />[[στεφανωμένος]] για την πολεμική του [[ανδρεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
German (Pape)
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
Greek (Liddell-Scott)
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.
Spanish (DGE)
(δοριστέφᾰνος) -ον
coronado por su valor guerrero Σπάρτα Lobo SHell.512.
Greek Monolingual
δοριστέφανος, -ον (Α)
στεφανωμένος για την πολεμική του ανδρεία.