ἀκροατικός: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destinado al oyente]] μισθὸς ἀ. sueldo por escuchar</i> Luc.<i>Dem.Enc</i>.25.<br /><b class="num">2</b> [[de tipo esotérico-dogmático]] λόγοι Arist.<i>Fr</i>.662, [[διδασκαλία]] Plu.<i>Alex</i>.7<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. op. τὸ ἐξωτερικόν Iambl.<i>Protr</i>.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con disposición para oír]] ἔχειν Ph.1.215. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destinado al oyente]] μισθὸς ἀ. sueldo por escuchar</i> Luc.<i>Dem.Enc</i>.25.<br /><b class="num">2</b> [[de tipo esotérico-dogmático]] λόγοι Arist.<i>Fr</i>.662, [[διδασκαλία]] Plu.<i>Alex</i>.7<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. op. τὸ ἐξωτερικόν Iambl.<i>Protr</i>.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con disposición para oír]] ἔχειν Ph.1.215. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκροατικός]], -ή, -όν (Α) [[ἀκροατής]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή προορισμένος για [[ακρόαση]], [[ακροαματικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων<br /><b>3.</b> «ἀκροατικὸς [[μισθός]]», ο [[μισθός]] [[αυτού]] που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for hearing; μισθὸς ἀ. lecturer's fee, Luc.Dem.Enc.25. Adv. -κῶς, ἔχειν to be fond of hearing, Ph.1.215. 2 = ἀκροαματικός, λόγοι Arist.Fr.662, Iamb.Protr.21.
German (Pape)
[Seite 82] das Hören betreffend, μισθός, das Honorar, Luc. Enc. Dem. 25; – ἀκροατικῶς ἔχειν, gern hören wollen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀκρόασιν, ἀκρ. λόγοι, ἐσωτερικοί, βαθύτεροι λόγοι (ἴδε ἀκροαματικός), Ἀριστ. Ἀποσπ. 612· μισθὸς ἀκρ., ὁ μισθὸς τοῦ διδάσκοντος, Λατ. honorarium, Λουκ. Ἐγκώμ. Δημ. 25. ― Ἐπίρρ. ἀκροατικῶς ἔχειν, ἀγαπῶ νὰ ἀκροῶμαι, Φίλων 1. 215, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 c. ἀκροαματικός;
2 qui concerne un lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1destinado al oyente μισθὸς ἀ. sueldo por escuchar Luc.Dem.Enc.25.
2 de tipo esotérico-dogmático λόγοι Arist.Fr.662, διδασκαλία Plu.Alex.7
•subst. τὸ ἀ. op. τὸ ἐξωτερικόν Iambl.Protr.21.
II adv. -ῶς con disposición para oír ἔχειν Ph.1.215.
Greek Monolingual
ἀκροατικός, -ή, -όν (Α) ἀκροατής
1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός
2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων
3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους.