ἔκμακτος: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[impreso]] ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5<br /><b class="num">•</b>dud., quizá [[repujado]] o [[a impronta]] τύπος <i>Ath.Askl</i>.4.87, cf. 110 (III a.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[impreso]] ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5<br /><b class="num">•</b>dud., quizá [[repujado]] o [[a impronta]] τύπος <i>Ath.Askl</i>.4.87, cf. 110 (III a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔκμακτος]], -ον και ἐκμακτός, -όν (Α)<br />αποτυπωμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἐκμάσσω)
A express, εἴδη Emp.22.7.
German (Pape)
[Seite 768] aus-, abgedrückt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμακτος: -ον, ἢ ἐκμακτός, όν, (ἐκμάσσω) ἀποτυπωθείς, εἴδεσιν ἐκμακτοῖσι Ἐμπεδ. 267. Θεόφρ. περὶ Αἰσθ. 16.
Spanish (DGE)
-ον
impreso ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5
•dud., quizá repujado o a impronta τύπος Ath.Askl.4.87, cf. 110 (III a.C.).
Greek Monolingual
ἔκμακτος, -ον και ἐκμακτός, -όν (Α)
αποτυπωμένος.