ἐννεάμηνος: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐννά- Hp.<i>Oct</i>.7, 10<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que dura nueve meses]] χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.<i>D</i>.5.196<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación]] τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.<i>HA</i> 584<sup>a</sup>36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.11.85, Procl.<i>in R</i>.2.35 (= Emp.B 69).<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἐ. [[período de nueve meses]], <i>PTeb</i>.873.12 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου [[durante nueve meses]], [[por un período de nueve meses]] σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου <i>PZen.Col</i>.56.6 (III a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de nueve meses]] τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.<i>H</i>.2.177. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐννά- Hp.<i>Oct</i>.7, 10<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que dura nueve meses]] χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.<i>D</i>.5.196<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación]] τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.<i>HA</i> 584<sup>a</sup>36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.11.85, Procl.<i>in R</i>.2.35 (= Emp.B 69).<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἐ. [[período de nueve meses]], <i>PTeb</i>.873.12 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου [[durante nueve meses]], [[por un período de nueve meses]] σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου <i>PZen.Col</i>.56.6 (III a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de nueve meses]] τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.<i>H</i>.2.177. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[εννιάμηνος]], -η, -ο (Α [[ἐννεάμηνος]], -ον)<br />(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει [[εννέα]] μήνες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] μήνες («εννεάμηνη [[περιοδεία]]»)<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα εννεάμηνα</i> ή <i>εννιάμηνα</i><br />[[μνημόσυνο]] που γίνεται [[εννέα]] μήνες από τον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του έμβρυον) <i>το εννεάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που γεννιέται τον ένατο [[μήνα]] («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννεαμήνως</i> (Μ)<br />[[μέσα]] σε [[εννέα]] μήνες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or in nine months, τίκτειν Hdt.6.69, cf. Hp.Septim.8; χρόνος Gal.Nat.Fac.3.3; λόγος BGU977.13 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 847] neunmonatlich, Her. 6, 69 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάμηνος: -ον, ἐννέα μηνῶν, ἢ ἐντὸς ἐννέα μηνῶν, Ἡρόδ. 6. 69, Ἱππ. 257, 1 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐννεαμήνως, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 177.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de neuf mois.
Étymologie: ἐννέα, μήν².
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐννά- Hp.Oct.7, 10
I 1que dura nueve meses χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.D.5.196
•subst. τὸ ἐ. criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.HA 584a36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.Strom.6.11.85, Procl.in R.2.35 (= Emp.B 69).
2 subst. ἡ ἐ. período de nueve meses, PTeb.873.12 (II a.C.)
•gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου durante nueve meses, por un período de nueve meses σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου PZen.Col.56.6 (III a.C.).
II adv. -ως de nueve meses τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.H.2.177.
Greek Monolingual
και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.